Η παραμονή του γενεθλίου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (24 Ιουνίου) χαρακτηρίζεται από πυρολατρικά και μαντικά έθιμα. Στα πυρολατρικά έθιμα ανάγονται οι φωτιές του Αϊ Γιαννιού του Φανιστή, ή Ριζικάρη ή Ριγανά, όπως ονομάζεται για την περίσταση ο Άγιος σε διάφορα μέρη της χώρας, ενώ στα μαντικά ξεχωρίζει ο Κλήδονας, η μολυβδομαντεία, η ονειρομαντεία κ.ά.
Οι φωτιές του Αϊγιαννιού, που μας είναι πιο οικείο ως έθιμο, ανάβονται συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, καθώς κάθε γειτονιά θέλει να παρουσιάσει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σε αυτή ρίχνονται εύφλεκτα άχρηστα αντικείμενα του σπιτιού και απαραιτήτως το μαγιάτικο στεφάνι. Μικροί και μεγάλοι πηδούν πάνω από τη φωτιά, κάνοντας μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό.
Ο Κλήδονας (κληδών=οιωνός) είναι μία μαντική πράξη, που τελείται με σκοπό να φανερωθεί, ιδιαίτερα στις κοπέλες, το ριζικό ή η τύχη τους. Απαραίτητα συστατικά, μια στάμνα με «αμίλητο» νερό, ένα φρούτο ή κάποιο προσωπικό μικροαντικείμενο μιας κοπέλας.
Τα έθιμα αυτά της υπαίθρου είναι παγανιστικής προελεύσεως, που καταδικάζονται από την Εκκλησία (65ος Κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου του 691) και τείνουν να εκλείψουν, αν δεν έχουν εκλείψει, σε μια εποχή έντονης αστικοποίησης. Ένας απόηχός τους ακούγεται ακόμη στο νοσταλγικό τραγούδι των Σπανού/Παπαδόπουλου «Στην Αριστοτέλους»:
...Και φωτιές ανάβανε στους μεγάλους δρόμους
τ’ Αϊ Γιάννη θα ’τανε θαρρώ...
Την ανάμνηση διασώζει και ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Φωτιές του Αϊ Γιάννη» από τη συλλογή «Τετράδιο Γυμνασμάτων» (1940).
Φωτιές του Αϊ Γιάννη
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στή ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).
Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θα-
λασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.
πηγη:sansimera.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου