Τον Αύγουστο του 1940 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόντευε να συμπληρώσει ένα χρόνο. Η Ελλάδα, την οποία κυβερνούσε δικτατορικά ο Ιωάννης Μεταξάς, μπορεί να τηρούσε ουδέτερη στάση, αλλά ήταν εμφανές ότι βρισκόταν στο πλευρό της Αγγλίας, που εκείνη την περίοδο δοκιμαζόταν σοβαρά από τις αεροπορικές επιθέσεις της «Λουφτβάφε». Η φασιστική Ιταλία, σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, με τον ισχυρό στόλο της διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία στις θάλασσες της Μεσογείου από τη Μεγάλη Βρετανία.
Στις αρχές Αυγούστου 1940 η διοικούσα επιτροπή του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου ζητούσε με επιστολή της προς το Υπουργείο Ναυτικών, την αποστολή πολεμικού πλοίου στο νησί ώστε να λαμπρύνει με την παρουσία του τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή της Παναγίας. Το υπουργείο ανταποκρίθηκε θετικά και έστειλε το καταδρομικό «ΕΛΛΗ», ενός ελαφρού καταδρομικού πλοίου («ευδρόμου» με την ορολογία του μεσοπολέμου),παρά τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις του Αρχηγού Στόλου Επ. Καββαδία.
Ο έμπειρος αξιωματικός ζητούσε τη συγκέντρωση όλων των πλοίων στον ναύσταθμο Σαλαμίνας προκειμένου να προστατευτούν από την ολοένα αυξανόμενη ιταλική επιθετικότητα. Ανήμερα της 15ης Αυγούστου το ελληνικό καταδρομικό αγκυροβόλησε 550 μέτρα από τον μεσημβρινό λιμενοβραχίονα της Τήνου.
Η ατμόσφαιρα στο σημαιοστολισμένο πλοίο ήταν πανηγυρική. Μόνο ο κυβερνήτης Αγ. Χατζόπουλος, εμφανώς ανήσυχος, διέταξε τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας: τήρηση στεγανών εν πλω, ο λέβητας σε πλήρη πίεση και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα σε ετοιμότητα.
Ωστόσο η επίθεση δεν θα ερχόταν από τον αέρα, αλλά από τον βυθό. Κατά τις 07.00 εμφανίστηκε ένα ιταλικό αναγνωριστικό αεροπλάνο το οποίο, αφού διέγραψε δύο κύκλους πάνω από το λιμάνι, αποχώρησε. Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Oι Ιταλοί συνήθιζαν αυτού του είδους τις «επιδείξεις».
Επρόκειτο όμως για αναγνώριση εν όψει επικείμενης υποβρυχιακής επίθεσης. Στις 08.25 οι φωνές του αρχικελευστή Κατσαϊτη έσκισαν τον αέρα: «Τορπίλη δεξιά, τορπίλη δεξιά».
Η διαταγή για τον τορπιλισμό της «Έλλης»είχε δόθηκε από την Ιταλό διοικητή των Δωδεκανήσων Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ηγετικό στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος της Ιταλίας και πρέπει να ήταν σε γνώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Το ιταλικό υποβρύχιο «Ντελφίνο» με διοικητή τον υποπλοίαρχο Τζουζέπε Αϊκάρντι ξεκίνησε από τη ναυτική βάση στο Παρθένι της Λέρου το βράδυ της 14ης Αυγούστου, με αποστολή να πλήξει εχθρικά πλοία στην Τήνο, τη Σύρο και στη συνέχεια να αποκλείσει τη Διώρυγα της Κορίνθου.
Τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου το ιταλικό υποβρύχιο βρέθηκε έξω από το λιμάνι της Τήνου «εν καταδύσει», με σκοπό να τορπιλίσει τα επιβατικά πλοία «Έλση» και «Έσπερος», που μετέφεραν προσκυνητές, αλλά οι Ιταλοί τα θεωρούσαν οπλιταγωγά και συνεπώς εχθρικά. Από το περισκόπιο ο Αϊκάρντι είδε να καταφθάνει στο λιμάνι ένα πολεμικό και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, όπως δήλωσε μετά τον πόλεμο. Επρόκειτο για το καταδρομικό «Έλλη», που κατέπλεε στην Τήνο για τις εορταστικές εκδηλώσεις της Μεγαλόχαρης.
Η ατμόσφαιρα στο σημαιοστολισμένο πλοίο ήταν πανηγυρική. Μόνο ο κυβερνήτης Αγ. Χατζόπουλος, εμφανώς ανήσυχος, διέταξε τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας: τήρηση στεγανών εν πλω, ο λέβητας σε πλήρη πίεση και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα σε ετοιμότητα.
Ωστόσο η επίθεση δεν θα ερχόταν από τον αέρα, αλλά από τον βυθό. Κατά τις 07.00 εμφανίστηκε ένα ιταλικό αναγνωριστικό αεροπλάνο το οποίο, αφού διέγραψε δύο κύκλους πάνω από το λιμάνι, αποχώρησε. Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Oι Ιταλοί συνήθιζαν αυτού του είδους τις «επιδείξεις».
Επρόκειτο όμως για αναγνώριση εν όψει επικείμενης υποβρυχιακής επίθεσης. Στις 08.25 οι φωνές του αρχικελευστή Κατσαϊτη έσκισαν τον αέρα: «Τορπίλη δεξιά, τορπίλη δεξιά».
Η φωνή του διακόπηκε από τον πάταγο μιας τρομακτικής έκρηξης η οποία ανασήκωσε το πλοίο από την επιφάνεια σαν παιδικό παιχνίδι! Πολλοί άνδρες έπεσαν στη θάλασσα. Για λίγα λεπτά κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί. Κομμάτια σάρκας, φωτιά, καπνοί και βογγητά πληγωμένων συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης. Ο κυβερνήτης ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία του και έδωσε διαταγές περίθαλψης των τραυματιών, διάσωσης των ανδρών που βρίσκονταν στη θάλασσα και ρυμούλκησης του πλοίου.
Η διαταγή για τον τορπιλισμό της «Έλλης»είχε δόθηκε από την Ιταλό διοικητή των Δωδεκανήσων Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ηγετικό στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος της Ιταλίας και πρέπει να ήταν σε γνώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Το ιταλικό υποβρύχιο «Ντελφίνο» με διοικητή τον υποπλοίαρχο Τζουζέπε Αϊκάρντι ξεκίνησε από τη ναυτική βάση στο Παρθένι της Λέρου το βράδυ της 14ης Αυγούστου, με αποστολή να πλήξει εχθρικά πλοία στην Τήνο, τη Σύρο και στη συνέχεια να αποκλείσει τη Διώρυγα της Κορίνθου.
Τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου το ιταλικό υποβρύχιο βρέθηκε έξω από το λιμάνι της Τήνου «εν καταδύσει», με σκοπό να τορπιλίσει τα επιβατικά πλοία «Έλση» και «Έσπερος», που μετέφεραν προσκυνητές, αλλά οι Ιταλοί τα θεωρούσαν οπλιταγωγά και συνεπώς εχθρικά. Από το περισκόπιο ο Αϊκάρντι είδε να καταφθάνει στο λιμάνι ένα πολεμικό και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, όπως δήλωσε μετά τον πόλεμο. Επρόκειτο για το καταδρομικό «Έλλη», που κατέπλεε στην Τήνο για τις εορταστικές εκδηλώσεις της Μεγαλόχαρης.
Στις 8.25 π.μ., λίγη ώρα πριν από τη λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας κι ενώ στην παραλία υπήρχε πολύς κόσμος, το «Ντελφίνο» έπληξε με τρεις τορπίλες το ελληνικό πολεμικό πλοίο. Η μία μόνο τορπίλη βρήκε στόχο, αλλά έπληξε καίρια το ελληνικό πλοίο στο μηχανοστάσιο και τις δεξαμενές πετρελαίου.
Ωστόσο, μετά από δύο ώρες εναγώνιων προσπαθειών το «ΕΛΛΗ» άρχιζε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό του τάφο και εννέα μέλη του πληρώματος. Ο κυβερνήτης Χατζόπουλος θέλησε να μοιραστεί την τύχη του πλοίου του, ωστόσο οι αξιωματικοί του τον πήραν «σηκωτό» και επιβιβάστηκαν σε μια σωστική λέμβο.
Οι άλλες δύο τορπίλες εξερράγησαν στην προκυμαία έχοντας προφανώς ως στόχο τα επιβατηγά που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι, κατάφορτα με προσκυνητές. Το επιβατηγό ατμόπλοιο «ΕΣΠΕΡΟΣ» με κυβερνήτη τον ηρωικό Γεράσιμο Φωκά έσπευσε σε βοήθεια του πληγωμένου καταδρομικού.
Από την επίθεση του «Ντελφίνο» σκοτώθηκαν ένας υπαξιωματικός και οκτώ ναύτες του «Έλλη», ενώ οι τραυματίες ανήλθαν στους 24. Μία γυναίκα, που βρισκόταν στην παραλία, πέθανε από καρδιακή προσβολή μετά την έκρηξη της δεύτερη τορπίλης στην προκυμαία.
Μετά την εκτέλεση της αποστολής του, το «Ντελφίνο» απομακρύνθηκε χωρίς να γίνει γνωστή η ταυτότητά του. Μετά από λίγες ώρες κατέπλευσε στη Σύρο, αλλά αναχώρησε αμέσως άπρακτο, καθώς δεν υπήρχε κανένα πλοίο στο λιμάνι του νησιού. Το «Ντελφίνο» επέστρεψε εσπευσμένως στη Λέρο με διαταγή των ιταλικών αρχών, ακυρώνοντας την αποστολή του στην Κόρινθο. Η επιχείρηση δεν φαίνεται να ήταν σε γνώση των πολιτικών αρχών της Ρώμης (πλην ίσως του Μουσολίνι). Ο υπουργός Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι η βύθιση του ελληνικού πλοίου οφείλεται στη θρασύτητα του Ντε Βέκι.
Η έρευνα που διενήργησαν δύτες του Πολεμικού Ναυτικού, έδειξε ότι η τορπίλες ήταν ιταλικές και επομένως η επίθεση έγινε από ιταλικό υποβρύχιο. Η κυβέρνηση Μεταξά τήρησε απόλυτα μυστικό το πόρισμα της έρευνας, για να μην προκαλέσει την Ιταλία και διαταράξει την ουδετερότητα της Ελλάδας. Τελικά, δημοσιοποιήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1940, δύο ημέρες μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Παρά ταύτα, από την πρώτη στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε καμία αμφιβολία για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Το 1950, στο πλαίσιο των πολεμικών επανορθώσεων, η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα το ελαφρύ καταδρομικό «Ευγένιος της Σαβοίας» (Eugenio Di Savoia), το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη» τον Ιούνιο του 1951 και ύψωσε την ελληνική σημαία. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 το ναυάγιο του «Έλλη» ανελκύστηκε τμηματικά και πουλήθηκε για παλιοσίδερα (σκραπ).
Ωστόσο, μετά από δύο ώρες εναγώνιων προσπαθειών το «ΕΛΛΗ» άρχιζε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό του τάφο και εννέα μέλη του πληρώματος. Ο κυβερνήτης Χατζόπουλος θέλησε να μοιραστεί την τύχη του πλοίου του, ωστόσο οι αξιωματικοί του τον πήραν «σηκωτό» και επιβιβάστηκαν σε μια σωστική λέμβο.
Οι άλλες δύο τορπίλες εξερράγησαν στην προκυμαία έχοντας προφανώς ως στόχο τα επιβατηγά που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι, κατάφορτα με προσκυνητές. Το επιβατηγό ατμόπλοιο «ΕΣΠΕΡΟΣ» με κυβερνήτη τον ηρωικό Γεράσιμο Φωκά έσπευσε σε βοήθεια του πληγωμένου καταδρομικού.
Από την επίθεση του «Ντελφίνο» σκοτώθηκαν ένας υπαξιωματικός και οκτώ ναύτες του «Έλλη», ενώ οι τραυματίες ανήλθαν στους 24. Μία γυναίκα, που βρισκόταν στην παραλία, πέθανε από καρδιακή προσβολή μετά την έκρηξη της δεύτερη τορπίλης στην προκυμαία.
Μετά την εκτέλεση της αποστολής του, το «Ντελφίνο» απομακρύνθηκε χωρίς να γίνει γνωστή η ταυτότητά του. Μετά από λίγες ώρες κατέπλευσε στη Σύρο, αλλά αναχώρησε αμέσως άπρακτο, καθώς δεν υπήρχε κανένα πλοίο στο λιμάνι του νησιού. Το «Ντελφίνο» επέστρεψε εσπευσμένως στη Λέρο με διαταγή των ιταλικών αρχών, ακυρώνοντας την αποστολή του στην Κόρινθο. Η επιχείρηση δεν φαίνεται να ήταν σε γνώση των πολιτικών αρχών της Ρώμης (πλην ίσως του Μουσολίνι). Ο υπουργός Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι η βύθιση του ελληνικού πλοίου οφείλεται στη θρασύτητα του Ντε Βέκι.
Η έρευνα που διενήργησαν δύτες του Πολεμικού Ναυτικού, έδειξε ότι η τορπίλες ήταν ιταλικές και επομένως η επίθεση έγινε από ιταλικό υποβρύχιο. Η κυβέρνηση Μεταξά τήρησε απόλυτα μυστικό το πόρισμα της έρευνας, για να μην προκαλέσει την Ιταλία και διαταράξει την ουδετερότητα της Ελλάδας. Τελικά, δημοσιοποιήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1940, δύο ημέρες μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Παρά ταύτα, από την πρώτη στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε καμία αμφιβολία για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Το 1950, στο πλαίσιο των πολεμικών επανορθώσεων, η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα το ελαφρύ καταδρομικό «Ευγένιος της Σαβοίας» (Eugenio Di Savoia), το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη» τον Ιούνιο του 1951 και ύψωσε την ελληνική σημαία. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 το ναυάγιο του «Έλλη» ανελκύστηκε τμηματικά και πουλήθηκε για παλιοσίδερα (σκραπ).
Το 1985 Έλληνες δύτες ανακάλυψαν στο βυθό της Τήνου τα απομεινάρια της ιταλικής τορπίλης που βύθισε το «Έλλη». Το εύρημα εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο Πειραιά.
Η νέμεσις πάντως για την άνανδρη ιταλική ενέργεια ήλθε σχεδόν τρία χρόνια αργότερα. Στις 23 Μαρτίου 1943 και ενώ το υποβρύχιο Delfino επιχειρούσε στον Τάραντα στη Νότια Ιταλία, βυθίστηκε παρασύροντας μαζί του και τα 28 μέλη του πληρώματος, που είχαν συμμετάσχει στον τορπιλισμό της «ΕΛΛΗΣ». Ο μόνος επιζών ήταν ο πρώην κυβερνήτης Αικάρντι, ο οποίος, αμέσως μετά τον τορπιλισμό του ελληνικού πλοίου, είχε παραδώσει τη διοίκηση στον Μάριο Βιολάντε.
Πάντως ο Αικάρντι, ακόμη και μετά τον πόλεμο δήλωνε αμετανόητος για την ενέργειά του, η οποία ήταν έξω από το δίκαιο του πολέμου, εφόσον τορπίλισε πλοίο ουδέτερης χώρας. Το 1960 δήλωσε στο περιοδικό Tempo:
«Δεν είχα ούτε δισταγμό ούτε ταλάντευση. Είχα συνείδηση ότι εκτελώ μια στρατιωτική διαταγή, η οποία δεν έδινε περιθώρια για αμφιβολίες (σ.σ. η διαταγή είχε δοθεί από τον υπερφίαλο Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκι). Σήμερα τρέφω για την Ελλάδα αισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού… Αλλά, τότε, πέρα από κάθε αμφιβολία βρισκόμασταν σε αντίθετα στρατόπεδα (σ.σ. η Ελλάδα όμως τότε ήταν ακόμη ουδέτερη χώρα). Από ότι ήξερα η διαταγή που είχα πάρει μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο για μια άμεση, κανονική είσοδο στον πόλεμο».
Η νέμεσις πάντως για την άνανδρη ιταλική ενέργεια ήλθε σχεδόν τρία χρόνια αργότερα. Στις 23 Μαρτίου 1943 και ενώ το υποβρύχιο Delfino επιχειρούσε στον Τάραντα στη Νότια Ιταλία, βυθίστηκε παρασύροντας μαζί του και τα 28 μέλη του πληρώματος, που είχαν συμμετάσχει στον τορπιλισμό της «ΕΛΛΗΣ». Ο μόνος επιζών ήταν ο πρώην κυβερνήτης Αικάρντι, ο οποίος, αμέσως μετά τον τορπιλισμό του ελληνικού πλοίου, είχε παραδώσει τη διοίκηση στον Μάριο Βιολάντε.
Πάντως ο Αικάρντι, ακόμη και μετά τον πόλεμο δήλωνε αμετανόητος για την ενέργειά του, η οποία ήταν έξω από το δίκαιο του πολέμου, εφόσον τορπίλισε πλοίο ουδέτερης χώρας. Το 1960 δήλωσε στο περιοδικό Tempo:
«Δεν είχα ούτε δισταγμό ούτε ταλάντευση. Είχα συνείδηση ότι εκτελώ μια στρατιωτική διαταγή, η οποία δεν έδινε περιθώρια για αμφιβολίες (σ.σ. η διαταγή είχε δοθεί από τον υπερφίαλο Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκι). Σήμερα τρέφω για την Ελλάδα αισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού… Αλλά, τότε, πέρα από κάθε αμφιβολία βρισκόμασταν σε αντίθετα στρατόπεδα (σ.σ. η Ελλάδα όμως τότε ήταν ακόμη ουδέτερη χώρα). Από ότι ήξερα η διαταγή που είχα πάρει μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο για μια άμεση, κανονική είσοδο στον πόλεμο».
πηγη:sansimera.gr/mixanitouxronou.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου