Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

"Τα σταφύλια της οργής"(The Grapes of Wrath,1939)


Το μυθιστόρημα "Τα σταφύλια της οργής"(The Grapes of Wrath,1939) του Τζον Στάινμπεκ (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1962),βραβευμένο με Βραβείο Πούλιτζερ είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, δημιουργώντας λίστες αναμονής τόσο στα σημεία πώλησης του όσο και στις δανειστικές βιβλιοθήκες. Η εξήγηση για το φαινόμενο που δημιούργησε είναι απλή: Με λόγο απλό, χωρίς ατελείωτες περιγραφές και περιττούς φανφαρονισμούς κατάφερε να αποδώσει την εικόνα μίας θλιβερής πραγματικότητας, υποδεικνύοντας χωρίς κανέναν ενδοιασμό τα αίτια και τους ενόχους.

Υπόθεση
Η δεκαετία του ’30 που ακολούθησε το κραχ του 1929, επιφύλαξε πολλά δεινά στον αμερικάνικο πληθυσμό. Καταστράφηκαν περιουσίες, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πολύς κόσμος, απροετοίμαστος γι αυτό που συνέβη, κατέληξε στη φτώχεια. Η οικονομική κρίση εμφανίστηκε ενώ όλα φαίνονταν ειδυλλιακά. Οι Αμερικανοί, παγιδευμένοι στο μύθο του αμερικανικού ονείρου, στην απόκτηση πλούτου, όπως την ευαγγελίζονταν οι σειρήνες της εύκολης ευδαιμονίας, κατέληξαν στον Καιάδα της ανέχειας και της φτώχειας.
Στην ιστορία που περιγράφει με περισσή γλαφυρότητα ο Τζον Στάινμπεκ στο εμβληματικό του μυθιστόρημα «Τα σταφύλια της οργής» εξελίσσεται στην αβέβαιη ατμόσφαιρα της καταστροφής. Πτωχευμένες επιχειρήσεις, απώλεια θέσεων εργασίας, σκληρότητα εργοδοτών και κράτους, εξώσεις, μετακινήσεις οικογενειών για αναζήτηση καλύτερης ζωής.
Κεντρικό ρόλο στην ιστορία του βιβλίου κατέχει ο Τομ, μέλος της οικογενείας Τζόουντ, που όταν εμφανίζεται στη γενέτειρά του μετά από χρόνια, καλείται να αντιμετωπίσει με όλους τους άλλους το πραγματικά σκληρό πρόσωπο του κράτους. Η Τράπεζα, με τη συνδρομή του κρατικού μηχανισμού, προκειμένου να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της σπρώχνει τους ανθρώπους στην εξαθλίωση, τους οδηγεί στην αβεβαιότητα και την απελπισία.
Απροετοίμαστος ο κόσμος αντιμετωπίζει έκπληκτος το «Τέρας» και παραδίδει την ελευθερία του, υπακούοντας στις εντολές και τα κελεύσματα της άρχουσας δύναμης. 
Η άγρια διάθεση, η αδίστακτη αποφασιστικότητα των εκτελεστικών οργάνων δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς, για ανταλλαγή απόψεων. Χωρίς αντίσταση λυγίζουν οι οικογένειες μπροστά στην επιβολή των νέων επαχθών μέτρων.

Τζον Στάινμπεκ

Στους αδύναμους ανθρώπους η εκποίηση της προσωπικότητάς τους είναι καθημερινή στο βωμό της επιβίωσης. Δε διαθέτουν το προνόμιο της άρνησης, η δύναμή τους είναι ελάχιστη. Δεν χωράει «τσαμπουκάς» γιατί δεν είναι τίποτα οργανωμένο. Πώς να αντιδράσει στο «θηρίο» χωρίς την ύπαρξη κάποιου συλλόγου, ενός συνδικάτου; Μπορεί να ξεχειλίζει από οργή για την αδικία, δε νιώθει όμως δυνατός για αντίσταση.
Το Κράτος κύριος υπαίτιος της τραγικής κατάστασης, είναι απρόσωπο, είναι πανίσχυρο. Δεν το αγγίζουν οι αδικίες των οργάνων του, δεν ξέρει από συναισθηματισμούς. «Ανασαίνει κέρδη, τρώει τόκους. Αν λείψουν αυτά πεθαίνει, όπως πεθαίνεις εσύ όταν σου λείψει ο αέρας και το νερό». Για να μην πεθάνει χρησιμοποιεί όλα τα μέσα. Ισοπεδώνει συνειδήσεις, διαλύει και ξεσπιτώνει οικογένειες, καταστρέφει σπίτια και σοδειές. «Πρέπει να φύγετε απ’ τη γης. Θα οργωθούν ως και οι αυλές σας». Το τσαλάκωμα της ψυχής, ο εξευτελισμός της προσωπικότητας είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών των σκληρών και άδικων ενεργειών της Τράπεζας, μια συγκυρία που ανατρέπει για πάντα τη ζωή του ανθρώπου. «Πού να πάμε; Πώς να πάμε; Δεν έχουμε λεφτά»!
Το οδοιπορικό της οικογένειας Τζόουντ, από την κατεστραμμένη οικονομικά Οκλαχόμα της δεκαετίας του ’30, με ένα ατέλειωτο καραβάνι, μια τραγική πομπή ξεριζωμένων ανθρώπων, κατευθύνεται προς την Καλιφόρνια, όπου υποτίθεται θα ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Η ικανότητα του Στάινμπεκ είναι αδιαφιλονίκητη και, όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης προχωρώντας στην ανάγνωση, υπόθεση διαχρονική. «…Η ιστορία του Στάινμπεκ, αν και δεμένη με την εποχή της, του μεγάλου κραχ, είναι αρχετυπική και ως εκ τούτου επιτακτικά σημερινή, καίτοι όχι σύγχρονη».
Η ταλαιπωρία ολοζώντανη συνοδεύει την οικογένεια Τζόουντ μέχρι τα εδάφη της Καλιφόρνια. Αλλά και εκεί, όπου εγκαθίστανται, οι άσχημες συνθήκες ζωής και εργασίας δεν είναι καλύτερες. Η βάρβαρη συμπεριφορά του εργοδότη, όταν βρεθεί εργασία, είναι ίδια μ’ εκείνη του αφέντη στο δούλο, και όταν το ελάχιστο μεροκάματο καταβληθεί αντί να αυξήσει την αισιοδοξία, την κουρελιάζει.

Το εξώφυλλο της πρώτης κυκλοφορίας του βιβλίου

Ο Τομ, πρωταγωνιστής στην ιστορία του Στάινμπεκ, πρωταγωνιστής στην οικογένεια Τζόουντ, όπως όλοι οι νέοι, δεν αντέχει άλλο το καθημερινό μαρτύριο της αναδουλειάς. Όταν η μητέρα του τον πιέζει να κάνει κάτι μαζί με τα άλλα αρσενικά μέλη της οικογένειας γιατί η φαμίλια θα πεθάνει από την πείνα, «έχουμε λίπος για μια μέρα μονάχα», εκείνος, χαμένος στην αβεβαιότητα, απαντά με μια αλήθεια που μόνο την απόγνωση περιέχει: «Μήπως δεν ψάχνουμε για δουλειά, μητέρα; Χτυπήσαμε όλες τις πόρτες!».
Η σκηνή στο παράλογο θέατρο της καθημερινότητας είναι ίδια και απαράλλαχτη με αυτή που βιώνουν χιλιάδες οικογένειες και σήμερα.
Όταν αποφασίζει να φύγει ο Τομ, να απομακρυνθεί από τη βαριά σκοτεινιά της μιζέριας και της δυστυχίας, για να βρει κάπου αλλού καλύτερη τύχη: «Μητέρα πρέπει να φύγω», η μάνα του αρνείται, δεν συμφωνεί. «Θα φύγω μάνα και θα δεις, θα ‘ναι καλύτερα για όλους». «Πότε θα σε ξαναδώ;», τον ρωτά η μάνα του.

Ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου
– « Πέρσι το χειμώνα, λιμοκτονούσαμε- εγώ , ο πατέρας και τα μικρά. Και έβρεχε συνέχεια. Ένας φίλος μας είπε να πάμε στον Στρατό της Σωτηρίας…πεινούσαμε και μας έκαναν να σερνόμαστε για το δείπνο μας»

– “ Αυτός ο μικρός οπωρώνας του χρόνου θα είναι μέρος ενός μεγαλύτερου ιδιοκτήτη μιας και τα χρέη θα έχουν πνίξει τον τωρινό ιδιοκτήτη. Κι αυτός ο αμπελώνας θα ανήκει στην τράπεζα. Διότι μόνο οι μεγάλοι ιδιοκτήτες μπορούν να επιβιώσουν, γιατί αυτοί κατέχουν και τις μονάδες κονσερβοποίησης…οι ρίζες των αμπελιών και των δέντρων πρέπει να καταστραφούν για να παραμείνει η τιμή σε υψηλά επίπεδα κι αυτό είναι το πιο θλιβερό από όλα. Φορτία από πορτοκάλια ρίχνονται στο έδαφος.

Άνθρωποι ταξίδεψαν από μακριά για να έρθουν να πάρουν τα φρούτα…και οι άλλοι άνθρωποι έριξαν κηροζίνη στα φρούτα και τα έκαψαν…ένα εκατομμύριο πεινασμένοι άνθρωποι που χρειάζονταν τα πορτοκάλια κι η κηροζίνη απλωνόταν πάνω από τα χρυσά βουνά…Πέταξε τις πατάτες στο ποτάμι και βάλε φυλακές κατά μήκος ώστε να μην μπορούν να τις ψαρέψουν…και τα παιδιά πρέπει να συνεχίσουν να πεθαίνουν από πελλάγρα γιατί δεν υπάρχει κέρδος από τα πορτοκάλια…”

Ο Τομ Τζόουντ, που στο τέλος, προτού φύγει κυνηγημένος, λέει: «Θα ’μαι παντού, όπου κι αν κοιτάξεις. Όπου δίνεται μάχη ώστε πεινασμένοι να φάνε, εγώ θα ’μαι εκεί. Όπου ένας μπάτσος βαράει κάποιον, εγώ θα ’μαι εκεί. Αν ο Κέιζι είχε δίκιο, τότε θα υπάρχω στον τρόπο που οι άνθρωποι φωνάζουν όταν εξαγριώνονται… θα υπάρχω στον τρόπο που τα παιδιά γελάνε όταν πεινάνε και ξέρουν πως το φαΐ είν’ έτοιμο. Κι όταν οι άνθρωποί μας θα τρώνε ό,τι βγάζουν με το μόχθο τους και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι θα χτίζουν, εγώ θα ’μαι εκεί».

Η μητέρα σκέφτηκε για λίγο. Έτριψε τα χέρια της και μετά έπλεξε τα δάχτυλά της.
– ” Δύσκολο να το πω ” είπε. ” Ό,τι κάνουμε μου φαίνεται ότι έχει σκοπό να κρατήσει αυτή τη συνέχεια. Έτσι μου φαίνεται εμένα. Ακόμη και η πείνα και η αρρώστια… Μερικοί πεθαίνουν, οι περισσότεροι όμως γίνονται πάλι καλά. Πρέπει να προσπαθείς να ζεις την κάθε μέρα, απλά και μόνο την κάθε μέρα. “

Τα σταφύλια της οργής ταινία το 1940
Δραματική ταινία παραγωγής 1940 σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Χένρι Φόντα, Τζέιν Ντάργουελ. 


Προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ και τιμήθηκε με Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Β' Γυναικείου Ρόλου. Πρόκειται για μια από τις πρώτες ταινίες που επελέγησαν το 1989 από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.


πηγη:itzikas.wordpress.com/cityportal.gr/el.wikipedia.org
/theatrecomments.weebly.com/
























0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου