Καλό φθινόπωρο με τέσσερα φθινοπωρινά ποιήματα!!
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Πόθος
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες...
Τα καλοκαίρια μ᾿ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,
θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,
το περασμένο καλοκαίρι...
Γ. Σεφέρης
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο
«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…»
Κική Δημουλά
Οι αποδημητικές καλημέρες
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
Γιάννης Ρίτσος
Το φθινόπωρο
«Χουχουλιάου, μέσα στη φούχτα χουχουλιάζει το σαγόνι.
Και καπνίζει το λυχνάρι στο βαθύ το παραγώνι.
Χουχουλιάου, και τι απομένει στο τσουράπι της γριάς;-
τα φλουριά, τα σκουλαρίκια, τα ‘κλεψε ο κακός βοριάς
κ’ έμεινε από κάτω η άσπρη κάπνα
στης απανεμιάς την άπλα.
Έφυγαν κ’ οι εννέα ανέμοι πίσω απ’ τη μεγάλη νύχτα.
Πέθανε μπροστά στην πόρτα το σκυλί που χτες αλύχτα.
Μέρα, σε κλαδιά σπασμένα, η κουκουβάγια σκουντουφλά,
με τα στρογγυλά της μάτια τα τυφλά,
τα μεγάλα μάτια τα γαλατερά,
απ’ το μέσα προς τα έξω σε τηρά.
Δώδεκα παλικάρια, ολημερίς πατούσανε σταφύλια.
Δυο κρίκους μούστο είχαν τριγύρω στα ρουθούνια και στα χείλια.
Το μεσονύχτι βγήκαν στην αυλή, κάτω απ’ τα τρία φανάρια
και πλύνανε τα δυνατά τους τα ποδάρια.
Αχ, το αίμα που έτρεξε ως τ’ αυλάκια εκεί του δρόμου
ήταν δικό μου.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου