«Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου,
ο ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά,
δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους,
όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι της γης
που κάποτε, ποιος ξέρει, σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός,
για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά
ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους.»
Και αν ο μεγάλος ποιητής μένει έκθαμβος από την ομορφιά του τοπίου της Λέσβου, η αφεντιά μου υποκλίθηκε στην ομορφιά της αρχιτεκτονικής της. Δεν υπάρχει νησί με τόσο πλούσιο και ποικιλόμορφο απόθεμα καλοδιατηρημένου κτιστού περιβάλλοντος.
Τόσο η πόλη της Μυτιλήνης – όπου παρ’ όλο που τη δεκαετία του 1970 είδε να καταστρέφονται απίστευτα όμορφα ιστορικά της κτίρια -, όσο και οι μεγάλες κωμοπόλεις Αγ. Παρασκευή, Πλωμάρι, Πολιχνίτος, Μόλυβος,Αγιάσος αλλά και τα δεκάδες χωριά σε κερδίζουν από την γραφικότητά τους με τους λιθόστρωτους δρόμους και τα πανέμορφα σπίτια.
Τα σπίτια πολλών κατηγοριών: τα πυργόσπιτα των αρχόντων στις εξοχές της Μυτιλήνης, τα“τούρκικα σπίτια” με τα σαχνισιά τους στον πάνω όροφο, τα αρχοντικά των χωριών, οι εξοχικές βίλες των κωμοπόλεων, τα αρχοντόσπιτα του αρχοντολογιού του 19ου αιώνα, την εποχή που -κυρίως στη Μυτιλήνη- οι άρχοντες παρήγαν πλούτο και πολιτισμό.
Δημόσια κτήρια, μοναδικές εκκλησίες και μητροπόλεις, σχολεία και γυμνάσια με μνημειακή αρχιτεκτονική, βιομηχανικά κτήρια (ελαιουργεία, σαπουνοποιεία, ταμπάκικα κτλ.), κτίσματα λουτρών που αξιοποιούσαν τα θερμά νερά του νησιού, ταπεινά αγροτικά σπίτια, αλλά και καφενεία, τα περισσότερα και ομορφότερα καφενεία της Ελλάδας (από τα οποία ξεχωρίσαμε τα ιστορικά Πανελλήνιον και Ερμής, το Στέκι στην Αγιάσο, της κυρά Ρήνης στον Άγιο Δημήτριο, και το Αθανασιάδειον στο Πλωμάρι), και τέλος εμπορικά καταστήματα, να βαστούν τόσο την αισθητική και την ατμόσφαιρα των εποχών του 1960.
Η οδός Ερμού στη Μυτιλήνη είναι ένας χαρακτηριστικός όμορφος δρόμος της Αγοράς, όπου συναντάς καταστήματα “νεοτερισμών” και σύγχρονων πολυκαταστημάτων, αλλά το κύριο βάρος πέφτει στα κουκλίστικα μαγαζάκια τροφίμων (μπακάλικα, μανάβικα, ψαράδικα, χασάπικα που πωλούν και παστουρμάδες) παλαιοπωλεία, ψιλικατζίδικα κλπ.
Στην ύπαιθρο τα τοπία άλλοτε ήρεμα, μαλακά με ελαιοφυτείες, δάση καστανιάς, πεύκων στον Όλυμπο, βαλανιδιές και σχίνα, και άλλοτε άγρια, βραχώδη στην περιοχή της Ερεσσού που θυμίζουν Μάνη, κι αλλού βοσκοτόπια, περιβάλουν τους δύο μεγάλους κόλπους της Γέρας και της Καλλονήςκαι τριγύρω τους βιότοποι που φιλοξενούν σμήνοι από περαστικά πουλιά, λευκοτσικνιάδες, ερωδιούς, πελαργούς.
Ο πρωτογενής τομέας της Λέσβου βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη με κρέατα, τυροκομικά – επισκεφτήκαμε και γνωρίσαμε από κοντά το πιο καινοτόμο τυροκομείο, τη Γαλακτοκομική Λέσβου– γευτήκαμε τα τρία ΠΟΠ τυριά του νησιού (φέτα, λαδοτύρι, κασέρι), το λάδι, και βεβαίως το ούζο, όπου 17 επιχειρήσεις ούζου σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους συντηρούν το μύθο και την ποιότητα του αγαπημένου ποτού του Έλληνα παράγοντας το 50% της ελληνικής παραγωγής και επεκτείνοντας τις δραστηριότητες στο εξωτερικό
(επιλέξαμε 6 χαρακτηριστικές εταιρείες Ούζο Πλωμαρίου – Ισίδωρος Αρβανίτης, Ματαρέλλης, ΕΠΟΜ, Βαρβαγιάννης, Πιτσιλαδής, Βέτο,Σμυρνιώ) λειτουργώντας ως οι καλύτεροι πρεσβευτές του νησιού. Τέλος, γνωρίσαμε από κοντά την περίφημη σαρδέλα της Καλλονής και την εταιρεία ΛΕΒΑ, που εκτός των άλλων την διαθέτει σε κονσέρβα, όπως και τις αντζούγιες και άλλα παστά.
Η παραδοσιακή κουζίνα της Λέσβου εξαρτάται από τις πρώτες ύλες της -τις στεριανές και τις θαλασσινές-, αλλά και από τις επιρροές που έχει δεχθεί από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας,όπως και -τουλάχιστον στην αστική τάξη- από τις επιδράσεις των χωρών με τις οποίες υπήρχαν συναναστροφές και εμπόριο, Ρωσία, Αίγυπτο, Ευρώπη.
Μια μεγάλη ανανέωση στη ζωή της Μυτιλήνης έφερε και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου που εκτός από τη δράση του, και τις οικονομικές ευεργετικές συνέπειες που είχε η παραμονή 4.000 φοιτητών στο νησί, μετέφερε και έναν δυναμισμό και νέες ιδέες σε μια κοινωνία που είχε λίγο χάσει την ισορροπία της.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε βέβαια και όλη η προσπάθεια του τέως υπουργού Νίκου Σηφουνάκη για τη διάσωση οικισμών αλλά και των παλαιών εργοστασίων σαπουνοποιίας και ελαιουργίας που βρήκαν νέους ρόλους και νέες χρήσεις (από τα ενδιαφέροντα μουσεία γύρω από την επεξεργασία της ελιάς, το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας Λέσβου στην Αγία Παρασκευή είναι η καλύτερη προσπάθεια).
Οι φίλοι της ζωγραφικής έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν έργα δημιουργών σε πανέμορφα μουσεία, όπως το Μουσείο Τεριάντ και το Μουσείο Θεοφίλου στη Μυτιλήνη, καθώς και του Ιακωβίδη στα Χύδηρα.
Τα ταβερνάκια του νησιού πολλά και άλλες τόσες οι ψαροταβέρνες, έντιμες με ντόπια και φρέσκα υλικά (ενδεικτικά επιλέξαμε τον Ερμή στη Μυτιλήνη, τον Αντώνη στο Καγιάνι, το Σταυρί στην Αγιάσο, και τον Μπαμπούκο στον Μόλυβο), ενώ δοκιμάσαμε το κεσκέκι στο πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή.
Έχοντας αποφύγει την ανάπτυξη του Τουρισμού μέχρις τις μέρες μας, η Λέσβος προστάτεψε το φυσικό και πολιτιστικό της απόθεμα, και στηριζόμενη στην κραταιά αγροτοκτηνοτροφική της παραγωγή, μπορεί μια χαρά να αναπτύξει δραστηριότητες εναλλακτικού Τουρισμού και βεβαίως ο Γαστρονομικός Τουρισμός μπορεί να γίνει ένα από τα ισχυρά όπλα της.
ΠΗΓΗ:greekgastronomyguide.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου