Γεννήθηκε το 1907 στην Αθήνα και μόλις τέλειωσε τις σπουδές του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία Νεότατος, συνεργαζόταν κιόλας με πλήθος αθηναϊκά περιοδικά και δεκαοχτάχρονος μόλις, ανέβασε στο θέατρο την πρώτη του επιθεώρηση.
Από τότε, παράλληλα με τη δημοσιογραφία, αναδείχτηκε και στο θέατρο. Μαζί με τον Ασημακόπουλο και το Σπυρόπουλο, μας έχει δώσει την πιο λεπτή και σπιρτόζα πολιτική και κοινωνική σάτιρα. Ακόμη έχει γράψει τα εξής, χιουμοριστικά κυρίως, βιβλία: "Ιστορίες χωρίς δάκρυα", "Ο άνθρωπος που μου μοιάζει", "Με το ψηλό καπέλο" κ.ά. (livepedia.gr)
Επίσης έγραψε στίχους σε δεκάδες ελαφρολαϊκά τραγούδια.
Επίσης έγραψε στίχους σε δεκάδες ελαφρολαϊκά τραγούδια.
Ό,τι πρέπει για τις αποκριές…
«Το γεγονός ότι του άρεσαν πάντα η μεγάλες στην ηλικία γυναίκες δεν τον εμπόδισε να παντρευτή μια μικρούλα δέκα οκτώ μόλις ετών.
Είχε ερωτευθή το ένα εκατομμύριο που της έδιναν προίκα. Κι’ επειδή δεν μπορούσε να πάρη το εκατομμύριο χωρίς τη Λόλα –έτσι έλεγαν τη γυναίκα του- έκανε τη θυσία να την πάρη κι’ αυτή. Έτσι παρέβη τας αρχάς του, μα όταν λάβουμε υπόψη μας τη σημερινή οικονομική κρίση, πρέπει να τον δικαιολογήσουμε γι’ αυτό.
Η αδυναμία του λοιπόν ήταν η γυναίκα που είχε περάσει τα τριάντα πέντε. Της πιο νέες ούτε γύριζε να της κυττάξη.
-Αυτά είνε νιάναρα, έλεγε. Η γρηά κόττα έχει το ζουμί. Μια γυναίκα σαραντάρα αξίζει για δύο εικοσάρες.
Και έπινε τέτοιο ζουμί, όσο πιο πολύ μπορούσε. Αλλά ίσως ρωτήσετε: Πως εύρισκε τριανταπεντάρες και σαραντάρες αφού καμμιά γυναίκα δεν ομολογεί ποτέ την άφιξή της στον ανεπιθύμητον αυτόν σταθμόν της ηλικίας; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
Μόλις μια γυναίκα θα τούλεγε πως πλησίασε τα είκοσι πέντε, ήξερε πως είχε περάσει τα τριάντα πέντε. Κι’ όταν τούλεγε πως μόλις έκλεισε τα είκοσι έξη ήταν απόδειξη ότι τριγύριζε το νούμερο σαράντα. Κι’ έτσι ποτέ του δεν έπεφτε έξω.
Η γυναίκα του δεν έτυχε ποτέ να πληροφορηθή την προτίμηση αυτή του συζύγου της. Είχε μεσάνυχτα. Και τούτο γιατί ο Μιχαλάκης ήταν περιποιητικός στη Λόλα και δεν την άφινε να παραπονεθή για τίποτα, όσον αφορά της διασκεδάσεις του έγγαμου βίου. Πολλές φορές σκεπτόταν:
-Όταν η γυναίκα μου θα κλείση τα τριάντα τέσσερα θα είνε μεγαλείο! Τότε ασφαλώς θα την ερωτευθώ.
Και με την υστεροβουλία της μελλοντικής αυτής απολαύσεως πολλαπλασίαζε της τρυφερότητές του.
Το πιο ευχάριστο στην υπόθεση του γάμου του όμως ήταν το ότι δεν είχε γνωρίσει ακόμα την πεθερά του. Εκείνη έμενε κοντά στον γυιό της που ήταν αποκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη, κι’ έτσι τον ουρανό της συζυγικής του ευτυχίας δεν είχε ταράξει κανένα μαύρο πεθερικό νέφος.
Πόσοι άνθρωποι τάχα νάχουν αυτή την θεία τύχη;
Εκείνο το απόγευμα στην πλατεία της Ομονοίας είδε καθώς περνούσε μια αρκετά όμορφη και αρκετά μεγάλη γυναίκα. Ήταν χονδρή και στρουμπουλή. Το πρόσωπό της μόλις έδειχνε 38-40 χρόνια –ούτε περισσότερο.
-Θαύμα γυναίκα, ψιθύρισε.
Και μια που δεν είχε δουλειά την επήρε από πίσω. Σ’ ένα στενό επλησίασε και της μίλησε.
-Αφήστε με ήσυχη σας παρακαλώ, του απήντησε εκείνη.
-Μα…
Και επέμεινε. Μπρός αυτή πίσω εκείνος, έφτασαν τέλος στο σημείο να σηκώση εκείνη την ομπρέλλα της και να του κατεβάση δυό-τρείς ομπρελλιές στο κεφάλι. Καθώς μάλιστα έκανε εκείνος να προφυλαχτή φάνηκε η βέρα του και η νόστιμη σαραντάρα του φώναξε:
-Να χαθής παληάνθρωπε! Και είσαι και παντρεμένος! Δεν ντρέπεσαι!
Της έφαγε κι’ έφυγε.
-Ας γράψουμε αυτή την περίπτωση στο παθητικό μας, είπε σκουπίζοντας το πρόσωπό του από μερικές λάσπες. Αυτή φαίνεται πως είνε επαρχιώτισσα.
Το βράδυ που γύρισε σπίτι του τον περίμενε μια έκπληξη.
-Μιχαλάκη του είπε η γυναίκα του, σου επιφυλάσσω μια σουρπρίζ.
-;…
-Θα γνωρίσης τη μαμά.
-Τη μαμά;
-Ναι. ήρθε κατά της τρείς το απόγευμα. Τώρα θα την φωνάξω: Μαμά!...
-Αυτό μας έλειπε τώρα! ψιθύρισε ο Μιχαλάκης. Να μας έλθουν κι’ οι παληόγρηες! Ας είνε…
Όσο να σκεφτή αυτά όμως η πόρτα άνοιξε και… ο Μιχαλάκης έπεσε σε μια πολυθρόνα που βρέθηκε κοντά του. Η μαμά ήταν ακριβώς η νόστιμη σαραντάρα που είχε γνωρίσει λίγες ώρες προτήτερα κατά τρόπο κάπως άγριο. Αλλά κι’ αυτή τον γνώρισε. Ευτυχώς δεν είπε τίποτα. Προσποιήθηκαν κι’ οι δυό τον αδιάφορο γι’ αυτή την υπόθεση.
-Χαίρω πολύ μαμά…
Και –αδιόρθωτος πάντοτε- έκανε να την φιλήση. Μα εκείνη του πρότεινε το χέρι…
-Στη μαμά φιλάνε πάντα το χέρι…
-Φαντάσου, είπε η Λόλα, ότι η μαμά, ακόμα δεν πάτησε το πόδι της στην Αθήνα και είχε μια περιπέτεια. Κάποιος παληάνθρωπος την πήρε από πίσω και την πείραζε. Και η μαμά αναγκάστηκε να μεταχειριστή την ομπρέλλα της…
Ασυναίσθητα ο Μιχαλάκης έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του.
-Και φαντάσου –εξακολούθησε η Λόλα- ότι ο παληάνθρωπος αυτός ήταν και παντρεμμένος… φορούσε βέρα!
-Τι λες Λόλα μου! Υπάρχουν λοιπόν και τέτοιοι παληάνθρωποι στον κόσμο! είπε με προσποιητή έκπληξη ο Μιχαλάκης.
-Ναι, απάντησε η μαμά. Ευτυχώς όμως υπάρχουν και ομπρέλλες…
-Παρντόν μαμά! Έγινε λάθος απήντησεν ο Μιχαλάκης. Άλλη φορά θα προσέχω!
Και σκέφτηκε ο ίδιος αργότερα:
-Η πεθερά μου έκανε χρήση των δικαιωμάτων πριν με γνωρίση ακόμη. Φαντάσου τι έχει να γίνη τώρα που με γνώρισε.»
πηγη:paliaathina.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου