Το κουδούνι δεν έλεγε να χτυπήσει με τίποτα. Ο Αγγελής είχε κολλήσει τα μάτια στην οθόνη του κινητού και δεν πρόσεχε καθόλου τα λόγια του Κλήμη, του φιλόλογου, που πάσχιζε να μεταλαμπαδεύσει στους μαθητές τους στίχους του Ελύτη, «Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο».
Είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Ο ήλιος στο πανέμορφο νησί είχε περάσει τα μεσούρανα κι είχε κάνει το πρώτο βήμα για τη δύση. Καθόταν κοντά στο ανοιχτό παράθυρο. Του άρεσε ν’ αναπνέει την αρμύρα της θάλασσας και ν’ ακούει τα κρωξίματα των γλάρων.
Τελευταία τάξη φέτος. Μετά, αν όλα πήγαιναν καλά, πανεπιστήμιο. Ήθελε πολύ να γίνει σεισμολόγος. Του άρεσε να μαζεύει αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά για οτιδήποτε σχετιζόταν με τους σεισμούς, ή ν’ αποθηκεύει στον υπολογιστή ό,τι σχετικό έβρισκε στο διαδίκτυο.
Όνειρό του ήταν να εξιχνιάσει τα ανεξήγητα μυστήρια του εγκέλαδου κι ακόμα πιο πολύ ονειρευόταν να λύσει το γρίφο της πρόγνωσής του.
«Θα τα καταφέρω», μονολογούσε. «Μέχρι στιγμής μόνο τα σκυλιά τον αντιλαμβάνονται, αλλά μόνο λίγα λεπτά πριν εκδηλωθεί και γαυγίζουν σαν τρελά, καθώς επίσης και τα φίδια, που βγαίνουν από τις τρύπες τους κι έρπουν φοβισμένα».
Γι’ αυτό στρωνόταν και διάβαζε με τις ώρες, για να περάσει στη σχολή που ήθελε, φυσικός ή μαθηματικός δηλαδή.
Όμως τούτη τη στιγμή δεν σκεπτόταν τίποτα από όλα αυτά, παρά μονάχα τα μάτια της Κλειούς. Ω, πόση ομορφιά, ζεστασιά κι αγάπη περιέκλειαν αυτά τα μάτια! Πόσο έρωτα! Ναι, ήταν ο πρώτος του έρωτας, αυτός που έκανε την καρδιά του να πάει να σπάσει τη στιγμή που της έπιανε το χέρι και περπατούσαν στα στενά σοκάκια καθώς σκολνούσαν.
Να μην τελείωνε ποτέ αυτός ο δρόμος, που ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Σε κάθε βήμα έβλεπε αγγέλους να τους συνοδεύουν ψάλλοντας το «Άσμα ασμάτων». Ω, τι χαμόγελο θεϊκό! Έλιωνε όταν του χαμογελούσε. Εκείνη τη στιγμή ήθελε ν’ αγκαλιάσει όλο τον κόσμο, άντρες, γυναίκες, παιδιά, λευκούς, μαύρους, ανθρώπους κάθε φυλής κι εθνικότητας και κάθε ηλικίας.
Ήταν ευτυχισμένος δίπλα της. Έκλεινε τα μάτια κι ερχόταν μπροστά του ολοζώντανη εκείνη η ζεστή μέρα του Ιούλη, τρεις μήνες πριν, που έκαναν πρώτη φορά έρωτα στο λιμανάκι που είχε ανακαλύψει, κατεβαίνοντας την απόκρημνη πλαγιά μετά το πευκοδάσος.
Μόνοι τους, γυμνοί κι αληθινοί, πραγματικοί πρωτόπλαστοι. Ρούφηξε την ηδονή που του πρόσφεραν τα δέκα πέντε χρόνια της. Πρώτη φορά και για τους δυο. Τι θαύμα που ήταν αυτό! Στιγμές βαθιά χαραγμένες στο είναι του, γραμμένες με ανεξίτηλη γραφή σε κάθε σημείο του κορμιού του.
Μόνοι μάρτυρες της ευτυχίας τους τα κύματα που έσκαγαν δίπλα τους, κάποια θαλασσοπούλια που πέταξαν βιαστικά για να μη χαλάσουν τη μαγεία της στιγμής κι ο ήλιος, που φάνηκε πως ζήλευε κι έψαχνε να βρει ένα συννεφάκι να κρυφτεί.
«Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!», είπε εκείνη κι αυτός της έκλεισε το στόμα με φιλιά.
Κοίταξε ξανά το κινητό. Δέκα τρεις και τριάντα οχτώ. Δυο λεπτά είχαν μείνει ακόμα, ώσπου να κατέβει τρέχοντας τις σκάλες, να την πάρει από το χέρι και να φτάσει στα πέρατα του κόσμου πετώντας χίλιες φορές πιο γρήγορα από το φως. Δέκα τρεις και σαράντα κι όμως ακόμα δεν χτύπησε. Είχε τακτοποιήσει τα πράγματά του εδώ και ώρα κι ήταν έτοιμος να σηκωθεί και ν’ ανοίξει πρώτος την πόρτα.
Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε πριν το χτύπημα του κουδουνιού του φαινόταν αιώνας. Ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό του. Ο καθηγητής είχε ζητήσει να σημειώσουν την εργασία που έπρεπε να ετοιμάσουν για το αυριανό μάθημα, όμως εκείνος δεν ήταν σίγουρος ότι τον άκουσε, αν και το δεξί του χέρι έγραφε μηχανικά χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει.
Μπορεί να καθόταν ακόμα στο θρανίο, όμως δεν βρισκόταν εκεί. Ήταν ήδη δίπλα της. Και να, επιτέλους το κουδούνι ακούστηκε και στις έξι αίθουσες του λυκείου. Πριν προλάβει ο καθηγητής να τους χαιρετήσει, του χαμογέλασε πετώντας ένα «Καλό μεσημέρι, κύριε καθηγητά», καθώς σηκώθηκε κι έπιασε το πόμολο της πόρτας.
«Πολύ βιαστικός είσαι σήμερα, Αγγελή», του είπε εκείνος, «τι καλό μαγείρεψε η μαμά;».
Αυτός χαμογέλασε, έκανε ένα βιαστικό νεύμα σαν να έλεγε «πολύ καλό» και κατέβηκε σαν σίφουνας τις σκάλες.
Την ίδια ώρα η Κλειώ είχε μουντζουρώσει ένα ολόκληρο τετράδιο με τον μαρκαδόρο της, φτιάχνοντας ασυνάρτητες γραμμές, ασύνδετες μεταξύ τους, κάτι σαν τα λεγόμενα «αριστουργήματα» του Καντίσκι. Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι ο μαρκαδόρος τελείωσε, αλλά αυτή συνέχισε να τον περνά πάνω από τις μουντζουρωμένες σελίδες κι ας μην άφηνε ίχνη γραφής, απλά και μόνο επειδή ήθελε να απασχολεί το χέρι της.
Πρώτη λυκείου φέτος κι είχε ψηλώσει δέκα εκατοστά από πέρυσι. Παρατηρούσε τα στήθη της όταν έκανε μπάνιο, πόσο είχαν μεγαλώσει. Σωστή γυναίκα. Ένοιωθε και ήταν όμορφη. Ροδοκόκκινα μάγουλα, υπέροχα μάτια, μακριά, εβένινα μαλλιά, κορμί που θα το ήθελε ο κάθε γλύπτης και ζωγράφος για μοντέλο, περπάτημα θηλυκό που φανέρωνε πως ήξερε τι ήθελε. Όλα πάνω της φώναζαν «Είμαι γυναίκα» κι ας ήταν μόνο δέκα πέντε χρόνων.
Μόνοι τους, γυμνοί κι αληθινοί, πραγματικοί πρωτόπλαστοι. Ρούφηξε την ηδονή που του πρόσφεραν τα δέκα πέντε χρόνια της. Πρώτη φορά και για τους δυο. Τι θαύμα που ήταν αυτό! Στιγμές βαθιά χαραγμένες στο είναι του, γραμμένες με ανεξίτηλη γραφή σε κάθε σημείο του κορμιού του.
Μόνοι μάρτυρες της ευτυχίας τους τα κύματα που έσκαγαν δίπλα τους, κάποια θαλασσοπούλια που πέταξαν βιαστικά για να μη χαλάσουν τη μαγεία της στιγμής κι ο ήλιος, που φάνηκε πως ζήλευε κι έψαχνε να βρει ένα συννεφάκι να κρυφτεί.
«Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!», είπε εκείνη κι αυτός της έκλεισε το στόμα με φιλιά.
Κοίταξε ξανά το κινητό. Δέκα τρεις και τριάντα οχτώ. Δυο λεπτά είχαν μείνει ακόμα, ώσπου να κατέβει τρέχοντας τις σκάλες, να την πάρει από το χέρι και να φτάσει στα πέρατα του κόσμου πετώντας χίλιες φορές πιο γρήγορα από το φως. Δέκα τρεις και σαράντα κι όμως ακόμα δεν χτύπησε. Είχε τακτοποιήσει τα πράγματά του εδώ και ώρα κι ήταν έτοιμος να σηκωθεί και ν’ ανοίξει πρώτος την πόρτα.
Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε πριν το χτύπημα του κουδουνιού του φαινόταν αιώνας. Ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό του. Ο καθηγητής είχε ζητήσει να σημειώσουν την εργασία που έπρεπε να ετοιμάσουν για το αυριανό μάθημα, όμως εκείνος δεν ήταν σίγουρος ότι τον άκουσε, αν και το δεξί του χέρι έγραφε μηχανικά χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει.
Μπορεί να καθόταν ακόμα στο θρανίο, όμως δεν βρισκόταν εκεί. Ήταν ήδη δίπλα της. Και να, επιτέλους το κουδούνι ακούστηκε και στις έξι αίθουσες του λυκείου. Πριν προλάβει ο καθηγητής να τους χαιρετήσει, του χαμογέλασε πετώντας ένα «Καλό μεσημέρι, κύριε καθηγητά», καθώς σηκώθηκε κι έπιασε το πόμολο της πόρτας.
«Πολύ βιαστικός είσαι σήμερα, Αγγελή», του είπε εκείνος, «τι καλό μαγείρεψε η μαμά;».
Αυτός χαμογέλασε, έκανε ένα βιαστικό νεύμα σαν να έλεγε «πολύ καλό» και κατέβηκε σαν σίφουνας τις σκάλες.
Την ίδια ώρα η Κλειώ είχε μουντζουρώσει ένα ολόκληρο τετράδιο με τον μαρκαδόρο της, φτιάχνοντας ασυνάρτητες γραμμές, ασύνδετες μεταξύ τους, κάτι σαν τα λεγόμενα «αριστουργήματα» του Καντίσκι. Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι ο μαρκαδόρος τελείωσε, αλλά αυτή συνέχισε να τον περνά πάνω από τις μουντζουρωμένες σελίδες κι ας μην άφηνε ίχνη γραφής, απλά και μόνο επειδή ήθελε να απασχολεί το χέρι της.
Πρώτη λυκείου φέτος κι είχε ψηλώσει δέκα εκατοστά από πέρυσι. Παρατηρούσε τα στήθη της όταν έκανε μπάνιο, πόσο είχαν μεγαλώσει. Σωστή γυναίκα. Ένοιωθε και ήταν όμορφη. Ροδοκόκκινα μάγουλα, υπέροχα μάτια, μακριά, εβένινα μαλλιά, κορμί που θα το ήθελε ο κάθε γλύπτης και ζωγράφος για μοντέλο, περπάτημα θηλυκό που φανέρωνε πως ήξερε τι ήθελε. Όλα πάνω της φώναζαν «Είμαι γυναίκα» κι ας ήταν μόνο δέκα πέντε χρόνων.
Μετά τη γνωριμία της με τον Αγγελή έκανε κάθε βράδυ πολλά όνειρα, που όλα είχαν κι αυτόν μέσα. Αδυνατούσε να δει τη ζωή της χωρίς αυτόν. Ό,τι και να σκεφτόταν, ό,τι και να έκανε, η εικόνα του παρουσιαζόταν συνεχώς μπροστά της. Ήταν ο άντρας που η ζωή χρωστούσε να της προσφέρει και δεν αρνήθηκε το δώρο της.
Σκόπευε να γίνει αρχιτέκτονας. Της άρεσε να περπατά στα στενά σοκάκια του νησιού και να μελετά τα γραφικά σπίτια. Κατόπιν έκανε απόπειρα σχεδίασης στο σπίτι της. Τα έφτιαχνε όχι όπως ήταν, αλλά όπως ήθελε εκείνη να είναι. Την προσοχή της τραβούσαν πιο πολύ οι ψηλοί τοίχοι με τα μικρά παράθυρα κι έδειχνε ότι δεν συμφωνούσε με το μεγάλο ύψος τους.
Είχε κι αυτή την ίδια αγωνία με τον Αγγελή για το χτύπημα του κουδουνιού. Με πόση λαχτάρα περίμενε τη στιγμή που θα πιάσει το χέρι του, τη στιγμή που θα τον φιλήσει και θα σμίξουν τα κορμιά τους. Ειδικά σήμερα ήθελε να του διηγηθεί το παράξενο όνειρο που είχε δει κι η καρδιά της χτυπούσε τρελά, ως τη στιγμή που το κουδούνι εκτέλεσε την αποστολή του. Τινάχτηκε κι αυτή κι άνοιξε πρώτη την πόρτα της αίθουσας.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή την πέτυχε ο Αγγελής. Ο κόσμος της φωτίστηκε τη στιγμή που της έπιασε το χέρι. Έφυγαν με μικρά πηδηματάκια, σαν να ήταν σκολιαρούδια του Δημοτικού. Δεν είπαν κουβέντα. Μίλησαν μόνο οι ματιές τους που έκαιγαν. Οι συμμαθητές τους είδαν τη σκηνή, κάποιοι μάλιστα πέταξαν πειράγματα για σιρόπια, για μέλι, αλλά εκείνοι δεν τους άκουσαν. Ήταν ήδη αλλού. Βγήκαν από το κτίριο του λυκείου και πήραν τον παραλιακό δρόμο.
«Είδα ένα όνειρο απόψε», του είπε, κι εκείνος κρεμάστηκε από τα χείλη της.
«Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό», συνέχισε, «δεν στο είπα στο διάλειμμα, μήπως και δεν συγκεντρωθείς στο μάθημα, τώρα όμως θα στο πω. Πιστεύεις στα όνειρα;»
Κάτι πήγε να της πει, ότι σ’ αυτά υπεισέρχεται το υποσυνείδητο, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί αμέσως εκείνη συνέχισε:
«Εγώ τα πιστεύω. Ήμασταν, λέει, σ’ ένα μέρος παράξενο. Οι άνθρωποι εκεί δεν είχαν πρόσωπα. Μόνο κεφάλι χωρίς μάτια, στόμα, μύτη, αυτιά, τίποτα από αυτά. Περπατούσαν χωρίς να χαιρετά ο ένας τον άλλον και φυσικά δεν μιλούσαν. Πήγα να σου πω κάτι, αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα στόμα κι ότι κι εμείς ήμασταν σαν κι αυτούς. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό; Τι λες να σημαίνει;».
Εκείνος την άκουγε σιωπηλός. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και χαμογέλασε:
«Μάλλον θα σε πείραξε η ταινία τρόμου που είδες χτες βράδυ», της απάντησε και πέρασε το χέρι του στη μέση της.
Σκόπευε να γίνει αρχιτέκτονας. Της άρεσε να περπατά στα στενά σοκάκια του νησιού και να μελετά τα γραφικά σπίτια. Κατόπιν έκανε απόπειρα σχεδίασης στο σπίτι της. Τα έφτιαχνε όχι όπως ήταν, αλλά όπως ήθελε εκείνη να είναι. Την προσοχή της τραβούσαν πιο πολύ οι ψηλοί τοίχοι με τα μικρά παράθυρα κι έδειχνε ότι δεν συμφωνούσε με το μεγάλο ύψος τους.
Είχε κι αυτή την ίδια αγωνία με τον Αγγελή για το χτύπημα του κουδουνιού. Με πόση λαχτάρα περίμενε τη στιγμή που θα πιάσει το χέρι του, τη στιγμή που θα τον φιλήσει και θα σμίξουν τα κορμιά τους. Ειδικά σήμερα ήθελε να του διηγηθεί το παράξενο όνειρο που είχε δει κι η καρδιά της χτυπούσε τρελά, ως τη στιγμή που το κουδούνι εκτέλεσε την αποστολή του. Τινάχτηκε κι αυτή κι άνοιξε πρώτη την πόρτα της αίθουσας.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή την πέτυχε ο Αγγελής. Ο κόσμος της φωτίστηκε τη στιγμή που της έπιασε το χέρι. Έφυγαν με μικρά πηδηματάκια, σαν να ήταν σκολιαρούδια του Δημοτικού. Δεν είπαν κουβέντα. Μίλησαν μόνο οι ματιές τους που έκαιγαν. Οι συμμαθητές τους είδαν τη σκηνή, κάποιοι μάλιστα πέταξαν πειράγματα για σιρόπια, για μέλι, αλλά εκείνοι δεν τους άκουσαν. Ήταν ήδη αλλού. Βγήκαν από το κτίριο του λυκείου και πήραν τον παραλιακό δρόμο.
«Είδα ένα όνειρο απόψε», του είπε, κι εκείνος κρεμάστηκε από τα χείλη της.
«Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό», συνέχισε, «δεν στο είπα στο διάλειμμα, μήπως και δεν συγκεντρωθείς στο μάθημα, τώρα όμως θα στο πω. Πιστεύεις στα όνειρα;»
Κάτι πήγε να της πει, ότι σ’ αυτά υπεισέρχεται το υποσυνείδητο, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί αμέσως εκείνη συνέχισε:
«Εγώ τα πιστεύω. Ήμασταν, λέει, σ’ ένα μέρος παράξενο. Οι άνθρωποι εκεί δεν είχαν πρόσωπα. Μόνο κεφάλι χωρίς μάτια, στόμα, μύτη, αυτιά, τίποτα από αυτά. Περπατούσαν χωρίς να χαιρετά ο ένας τον άλλον και φυσικά δεν μιλούσαν. Πήγα να σου πω κάτι, αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα στόμα κι ότι κι εμείς ήμασταν σαν κι αυτούς. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό; Τι λες να σημαίνει;».
Εκείνος την άκουγε σιωπηλός. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και χαμογέλασε:
«Μάλλον θα σε πείραξε η ταινία τρόμου που είδες χτες βράδυ», της απάντησε και πέρασε το χέρι του στη μέση της.
Δεν τον εμπόδισε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που περπατούσαν αγκαλιά άλλωστε, κι έκανε κι αυτή το ίδιο. Σταμάτησαν στο πάρκο. Ο Αγγελής στηρίχτηκε στον κορμό ενός αρμυρικιού και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα χείλη τους έσμιξαν σ’ ένα παθιασμένο, ερωτικό φιλί.
Τότε η Κλειώ ξέχασε τα πάντα. Πάει το όνειρο. Δεν την ένοιαξαν ούτε οι περαστικοί απέναντι που εστίαζαν τη ματιά τους πάνω τους. Τον κοίταξε γλυκά στα μάτια:
«Αγγελή μου, αγάπη μου, θέλω να είμαστε για πάντα μαζί», του είπε κι αυτός συμπλήρωσε:
«Θα είμαστε, καρδούλα μου. Οι ζωές μας δέθηκαν μ’ εκείνα τα αόρατα κι ακατάλυτα δεσμά που έριξε ο Ήφαιστος στον Άρη και στην Αφροδίτη».
Τα μάτια τους έπαιξαν. Συμφώνησαν χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μια λέξη και ξεκίνησαν για το εσωτερικό της πόλης. Πέρασαν τους κεντρικούς δρόμους και βρέθηκαν στα μικρά σοκάκια. Πόσο όμορφος οικισμός, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Ασβεστωμένα σπιτάκια, κολλημένα το ένα με το άλλο, λιθόστρωτα καλντερίμια, τοίχοι ψηλοί που κρύβουν το φως του ήλιου, ξύλινα πορτοπαράθυρα, κεραμοσκεπές, γλάστρες με λουλούδια στις εξώθυρες, στα περβάζια, παντού.
Έφτασαν στο πιο στενό σοκάκι και στάθηκαν στο χάλασμα αριστερά τους που δεν έμενε κανείς. Εγκαταλειμμένο σπίτι. Κάποια κεραμίδια είχαν φύγει από τη σκεπή και το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο είχε σπασμένα τα τζάμια του. Προφανώς τα παιδιά της γειτονιάς εξασκούνταν στο σημάδι με τις πέτρες.
Κοίταξαν μπρος – πίσω. Ψυχή. Μόνο δυο σκυλιά που γάβγιζαν σαν τρελά πέρασαν δίπλα τους φοβισμένα. Χωρίς να πουν κουβέντα έσπρωξαν τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα και μπήκαν μέσα. Αμέσως αγκαλιάστηκαν με πάθος. Τα κορμιά τους έκαιγαν. Το λιγοστό φως που έμπαινε από την τρύπια σκεπή τους βοήθησε να στηριχτούν στον ψηλό τοίχο.
«Θέλω να είμαστε για πάντα μαζί, αγάπη μου», ξανάπε μεθυσμένη από ηδονή η Κλειώ.
«Θα είμαστε», πρόλαβε να της απαντήσει ο Αγγελής, τη στιγμή που η γη άρχισε να χορεύει τρελά κι ο ετοιμόρροπος τοίχος σωριάστηκε πάνω τους.
πηγη:Γιώργος Ανωγειάτης/fractalart.gr/2 – 11 – 20.
Τότε η Κλειώ ξέχασε τα πάντα. Πάει το όνειρο. Δεν την ένοιαξαν ούτε οι περαστικοί απέναντι που εστίαζαν τη ματιά τους πάνω τους. Τον κοίταξε γλυκά στα μάτια:
«Αγγελή μου, αγάπη μου, θέλω να είμαστε για πάντα μαζί», του είπε κι αυτός συμπλήρωσε:
«Θα είμαστε, καρδούλα μου. Οι ζωές μας δέθηκαν μ’ εκείνα τα αόρατα κι ακατάλυτα δεσμά που έριξε ο Ήφαιστος στον Άρη και στην Αφροδίτη».
Τα μάτια τους έπαιξαν. Συμφώνησαν χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μια λέξη και ξεκίνησαν για το εσωτερικό της πόλης. Πέρασαν τους κεντρικούς δρόμους και βρέθηκαν στα μικρά σοκάκια. Πόσο όμορφος οικισμός, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Ασβεστωμένα σπιτάκια, κολλημένα το ένα με το άλλο, λιθόστρωτα καλντερίμια, τοίχοι ψηλοί που κρύβουν το φως του ήλιου, ξύλινα πορτοπαράθυρα, κεραμοσκεπές, γλάστρες με λουλούδια στις εξώθυρες, στα περβάζια, παντού.
Έφτασαν στο πιο στενό σοκάκι και στάθηκαν στο χάλασμα αριστερά τους που δεν έμενε κανείς. Εγκαταλειμμένο σπίτι. Κάποια κεραμίδια είχαν φύγει από τη σκεπή και το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο είχε σπασμένα τα τζάμια του. Προφανώς τα παιδιά της γειτονιάς εξασκούνταν στο σημάδι με τις πέτρες.
Κοίταξαν μπρος – πίσω. Ψυχή. Μόνο δυο σκυλιά που γάβγιζαν σαν τρελά πέρασαν δίπλα τους φοβισμένα. Χωρίς να πουν κουβέντα έσπρωξαν τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα και μπήκαν μέσα. Αμέσως αγκαλιάστηκαν με πάθος. Τα κορμιά τους έκαιγαν. Το λιγοστό φως που έμπαινε από την τρύπια σκεπή τους βοήθησε να στηριχτούν στον ψηλό τοίχο.
«Θέλω να είμαστε για πάντα μαζί, αγάπη μου», ξανάπε μεθυσμένη από ηδονή η Κλειώ.
«Θα είμαστε», πρόλαβε να της απαντήσει ο Αγγελής, τη στιγμή που η γη άρχισε να χορεύει τρελά κι ο ετοιμόρροπος τοίχος σωριάστηκε πάνω τους.
πηγη:Γιώργος Ανωγειάτης/fractalart.gr/2 – 11 – 20.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου