Ὁ Λυκαβηττὸς συνιστᾶ τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ λόφου ἦταν «Ἀγχεσμός». Καὶ ἀπὸ τὸ 1832 ἔλαβε τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ὄνομα «Λυκαβηττός».
Ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ ὀνόματος «Λυκαβηττὸς» στὸν λόφο, ἔγινε ἀπὸ τὸν Γερμανὸ φυσιοδίφη Forchhamer. Τὸ ὄνομα αὐτὸ, Λυκαβηττός, μέχρι τότε ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸν λόφο τῶν Νυμφῶν. Περὶ τὰ μέσα τοῦ 19-ου αἰῶνος, ὁ Ἀθηναῖος ἱστοριογράφος Δ. Σουρμελῆς, χρησιμοποιοῦσε καὶ τὰ δύο ὀνόματα «Ἀγχεσμὸς» καὶ «Λυκαβηττός», γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸν ἴδιο λόφο. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε μὲ τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα, ἔχουν ὀνοματοδοτηθεῖ καὶ οἱ δύο παράλληλοι δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸν λόφο τοῦ Λυκαβηττοῦ, «Λυκαβηττοῦ» καὶ «Ἀγχεσμοῦ» – μετέπειτα μετονομασθείσα σὲ Βουκουρεστίου. Ἡ μὲν ὁδὸς Λυκαβηττοῦ στὸ κομμάτι της ἔως τὴν Ἀκαδημίας, πῆρε τὸ 1924 τὸ ὄνομα «Ἀμερικῆς». Ἡ δὲ «Ἀγχεσμοῦ» ὡς τὴν Ἀκαδημίας πάλι , πῆρε τὸ 1901 τὸ ὄνομα «Βουκουρεστίου».
Ἡ μυθολογία θέλει ὡς ὑπαίτια τῆς δημιουργίας τοῦ λόφου τοῦ Λυκαβηττοῦ, τὴν θεά Ἀθηνᾶ. Κατὰ μία ἐκδοχή, ὅταν ἡ Ἀθηνᾶ γύριζε στἠν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν Παλλήνη, ἔφερε μαζί της βράχο, μὲ τὸν ὁποῖο στόχευε νὰ ὀχυρώσει τὴν Ἀκρόπολη. Ὡστόσο καθ΄ὁδὸν πληροφορήθηκε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἐριχθονίου ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Κέκροπος, γεγονός ποὺ τῆς προξένησε ταραχή, ἄφησε ἔτσι τὸν βράχο, ὁ ὁποῖος σχημάτισε τὸν Λυκαβηττό. Κατὰ μία ἄλλη ἀντίστοιχη μυθολογικὴ ἐκδοχή, ἡ Ἀθηνᾶ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Πεντέλη κουβαλώντας βράχο, τὸν ὁποῖο θὰ ἀπέθετε στὴν Ἀκρόπολη γιὰ νὰ ὑψώσει περισσότερο τὸν ναό της πρὸς τὸν οὐρανό. Ὅμως τότε πληροφορήθηκε πὼς οἱ κόρες τοῦ Κέκροπος παραβιάζοντας τὶς ὁδηγίες της, ἄνοιξαν τὸ καλάθι ποὺ τοὺς εἶχε ἐμπιστευθεῖ καὶ στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μέσα ὁ Ἐριχθόνιος. Ταράχτηκε τότε ἡ Ἀθηνᾶ, τῆς ἔπεσε ὁ βράχος καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ Λυκαβηττός.
Απὸ τὸν Λυκαβηττὸ ξεχύνονταν ὁρμητικὸς χείμαρρος, τὰ νερὰ τοῦ ὁποίου διίσταντο σὲ δύο κατευθύνσεις. Τὸ ἕνα τμῆμα τοῦ χειμάρρου ἀκολουθοῦσε τὴν ὁδὸ Δημοκρίτου καὶ τὸ ἄλλο τὴν ὁδὸ Λυκαβηττοῦ. Καὶ τὰ δύο ῥυάκια τοῦ χειμάρρου συναντιώνταν σὲ ῥεματιὰ στὴν ὁδὸ Ἀκαδημίας, ἡ ὁποία τότε ἐλέγετο «βοϊδοπνίχτης». Ἀπὸ κεῖ διαμορφώνονταν ἄλλα δύο ῥεύματα, ποὺ ξεχύνονταν μὲ τὴν σειρά τους στὶς ὁδοὺς Σταδίου καὶ Πειραιῶς. Μὲ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁ λόφος τοῦ Λυκαβηττοῦ, εἶχε πενιχρὴ βλάστηση, σχεδὸν μηδενική. Καὶ ἀπὸ τὸ 1831 ἄρχισε νὰ λαμβάνει χώρα ἐκτεταμένη λατόμευσή του, ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀρχιτέκτονα τῆς ἐποχῆς, Κλεάνθη, ποὺ ἦταν ἐκ τῶν δύο ἀρχιτεκτόνων οἱ ὁποῖοι ἐκπόνησαν τὸ πρῶτο σχέδιο πόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
Καὶ ἕνα γαϊατανάκι ἀλλεπάλληλων ἀπαγορεύσεων καὶ ἀπελευθέρωσης τοῦ νόμου θὰ ἀκολουθήσει μέχρι τὸ 1960, ὁπότε καὶ ἀπαγορεύτηκε ὁριστικὰ ἡ ἐξόρυξις πέτρας ἀπὸ τὸν λόφο.
Τὸ 1925 τὴν τελευταία στιγμή, μόλις ἀπετράπη ἕνα ἀνουσιούργημα στὸν λόφο, ἀπὸ διανοουμένους τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἐπιχειρήθηκε ἡ δημιουργία οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος στὴν κορυφὴ τοῦ Λυκαβηττοῦ, μὲ καζίνο καὶ ἄλλους χώρους ἀναψυχῆς. Σημειώνουμε ὅτι στὴν νότια πλευρά τοῦ Λυκαβηττοῦ, εἶχαν ἐγκατασταθεί τὰ πολυβολεῖα, τὸ 1926. Ἔκτοτε μέχρι καὶ σήμερα, σὲ ἐθνικὲς καὶ ἄλλες ἐπετείους,κανονιοβολοῦν ἑορτάσιμα.
Στην κορυφή του Λυκαβηττού στέκει επιβλητικά, το μικρό αλλά γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Κατά τους αρχαίους χρόνους, στη κορυφή του λόφου, υπήρχε ο βωμός του Ακραίου Δία, ενώ κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, στο ίδιο σημείο υπήρχε κάποιος χριστιανικός ναός, όπως απεικονίζεται σε εικόνες περιηγητών της πόλης. Ο ναός αυτός θα πρέπει να ήταν κάποιο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, που όταν ερημώθηκε τελείως κτίστηκε ο Άγιος Γεώργιος.
«Διάδοχος» του, υπήρξε ο Κρητικός ιερομόναχος Εμμανουήλ Λουλουδάκης, ο οποίος όταν ανέβηκε στον Λυκαβηττό, «ο Αϊ-Γιώργης ήταν ένας πενιχρός και σαθρός ναΐσκος». Και όπως γράφει ο κ. Σκιαδάς στα «Αθηναϊκά», «εκείνος μετέτρεψε τον σαθρό ναΐσκο σε λαμπρό λιθόκτιστο, τρίκογχο και τρισύνθετο ναό, από τους αποκαλούμενους τρισυπόστατους. Μετατράπηκε σε φύλακα του λόφου και τον έσωσε από τα φουρνέλα των πετράδων που έτειναν να τον ισοπεδώσουν».
Ο ιερομόναχος είχε τη στήριξη της βασίλισσας Όλγας και μάλιστα, αναγνωρίστηκε ως επίσημος επίτροπος του ναού με δικό της έγγραφο, παρά τις αντιδράσεις των επιτρόπων του ναού της Μεταμόρφωσης, του οποίου ήταν παρεκκλήσι ο Αϊ-Γιώργης. Έφυγε από τη ζωή το 1901 και κηδεύτηκε στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει στον λόφο, δίπλα στην εκκλησία.
Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική του τεχνοτροπία, το εκκλησάκι αποτελεί καμαροσκέπαστη, τρίκλιτη, βασιλική. Στο λυκαυγές του 20-ου αιώνα το εκκλησάκι συνεδέθη με ένα ιστορικό γεγονός. Το 1902 λοιπόν ο επιφανής επιχειρηματίας Νικόλαος Θών ανέγειρε μεγαλοπρεπές καμπαναριό, παραπλεύρως στο ναό, στο οποίο τοποθετήθηκε μια περίτεχνη και επιβλητική καμπάνα, την οποία είχε δωρίσει στο ναό, η βασίλισσα Όλγα. Στο εσωτερικό ο ναός είναι επενδυμένος με ορισμένες τοιχογραφίες πρόσφατες του 1987. Παράλληλα τον διακοσμούν και ορισμένες φορητές εικόνες, όπως ο Άγιος Γεώργιος αριστερά του τέμπλου (1885) και η Πλατυτέρα των Ουρανών δεξιά (1865), με στιγμιότυπα από τον βίο της Παναγίας. Να σημειώσουμε ότι το 1966 έλαβε χώρα διευρυμένο πρόγραμμα συντήρησης του ναού. Ο Άγιος Γεώργιος αποτελεί ένα περίσεπτο ορθόδοξο στολίδι στην πόλη, που με την μακραίωνη ιστορία του και την εξαίσια θέα του, έχει «κερδίσει» την αγάπη και την ευλάβεια των κατοίκων της πόλης.Πηγή:enromiosini.gr/iefimerida.gr/pemptousia.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου