13 Αυγούστου με κάλεσε ο Αρχισυντάκτης στο Γραφείο του και μου είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις:-Δημητράκη, φεύγεις μεθαύριο να καλύψεις τη γιορτή της Μεγαλόχαρης. Πέρασε από το Λογιστήριο για τα σχετικά...
Έτσι βρέθηκα περιχαρής –δεν είχα ξαναπάει στη Τήνο- πρωί-πρωί στον Πειραιά και χώθηκα στο πρώτο πλοίο της γραμμής.
Το πλοίο ήταν ήδη κατάμεστο, παρόλο που έφτασα αρκετά νωρίς. Ο ενθουσιασμός μου άρχισε να χλομιάζει. Το σαλόνι του πλοίου το είδα από μακριά! Κούρνιασα όπως-όπως στο κατάστρωμα δίπλα σε μια οικογένεια.
Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα φεύγαμε στην ώρα μας.
Επί τέλους κάποια στιγμή άκουσα την άγκυρα να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Θεώρησα επιβεβλημένο να απευθυνθώ στον αρχηγό της διπλανής μου οικογένειας –έτσι και αλλιώς θα συνταξιδεύαμε τόσες ώρες:
-Φεύγουμε, κύριε;
-Υποθέτω…
Άγκυρα δεν σηκώνουν τώρα;
-Ακούω το γκρού-γκρού-γρού. Άγκυρα θα είναι.
-Πιπίτσα, τι λες εσύ; Για κοίταξε… Λάκη! Κάτω το μπαστούνι. Λάκη! Θα βγάλεις το μάτι του κυρίου!...
Προτού όμως τελειώσει η σοφή πατρική εντολή, το μπαστούνι με το οποίο έπαιζε ο ανήσυχος βλαστός της οικογένειας βρήκε διάνα το αριστερό μου μάτι, ενώ η κόρη της οικογένειας η θελκτική Πιπίτσα κοίταζε με αμηχανία τη μητέρα της. Η μητέρα έσπευσε αμέσως να σώσει τη κατάσταση προλαβαίνοντας την αντίδρασή μου:
-Με το μπαρδόν, κύριε! Ξέρετε ο μικρός είναι λίγο υπερκινητικός...
-Παρακαλώ ελεύθερα…
Εν τω μεταξύ το ένα μου μάτι άρχισε να με ενοχλεί. Εσπευσμένα έβγαλα το μαντήλι μου. Φαίνεται όμως ότι η κίνηση μου ήταν εξαιρετικά διασκεδαστική διότι ο χαριτόβρυτος νεαρός ξεκαρδίστηκε στα γέλια και κατηύθυνε το μπαστούνι και προς το άλλο μου μάτι! Ευτυχώς πού η μητρική πρόνοια επενέβη για να μη φθάσω εντελώς τυφλός στην Μεγαλόχαρη, αλλά, τουλάχιστον μονόφθαλμος:
-Φρόνιμα Λάκη! Πρώτη φορά παγαίνετε στην Τήνο;
-Πρώτη φορά ελπίζω να πάω…
-Έ, με το καλό. Σας χτύπησε άσχημα το μάτι;
-Όχι δα! Δεν μου το έβγαλε εντελώς.
Η νεαρή Πιπίτσα σηκώθηκε όρθια πατώντας το πόδι μου.
-Φεύγουμε, μαμά.
-Δόξα σοι ο Θεός!
-Σας πάτησα κύριε;
-Ποσώς.
Το πλοίο ξεκίνησε.
Ρίχνω μια ματιά ολόγυρά μου. Τι είναι αυτό; Βαπόρι ή συνοικισμός; Ταξίδι ή συναγερμός; Ανθρωπομάζωμα ή διαβολοσκόρπισμα; Ευλαβική εξόρμηση προς το Ναό της Μεγαλόχαρης ή προτροπάδην φυγή πανικόβλητου όχλου σε κάποιο λιμάνι σωτηρίας;
Αν δεν έχετε ταξιδέψει δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, άδικα περιμένετε να πάρετε μια καλή εικόνα του όλου εγχειρήματος. Είναι η ευλάβεια που περιφρονεί την ταλαιπωρία ή η ταλαιπωρία που ελκύει την ευλάβεια; Ιδού η απορία!
Θρησκόληπτοι χριστιανοί το είχαν άλλοτε τάμα ν’ ανέβουν στο Λυκαβηττό γεμίζοντας ρεβίθια τα παπούτσια τους. Η ψυχή του αμαρτωλού ζητά τον εξαγνισμό της, επινοώντας διάφορες δοκιμασίες. Φαίνεται ότι το ίδιο πνεύμα ωθεί και το πλήθος μπροστά μου, που φαίνεται να μετανοεί, υπομένοντας τη περιπέτεια του ταξιδιού.
Τι θάρρος και τι καρτερία! Η κοινή περιπέτεια κατάργησε πάνω στο κατάστρωμα τη πολυτέλεια της πλέον στοιχειώδους άνεσης, εξαφάνισε την εθιμοτυπία, διάλυσε το πάγο, και συνένωσε όλους σε μια εγκάρδια αγκαλιά.
Είμαστε μια απέραντη οικογένεια που ξάπλωσε όπως-όπως με τις αρίδες του ενός στο κεφάλι του άλλου, τα ημισφαίρια της άλλης στη μύτη του διπλανού, τα μπράτσα του τρίτου στη μέση της τετάρτης, τα παπούτσια της πέμπτης στο στόμα του έκτου...
Οικογένειες απειροπληθείς. Με τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους, με τους γέρους και τα γραμμόφωνα τους, με τις γριές και τις κουλούρες τους, με τις κοπέλες, τις κουβέρτες και τα καρπούζια τους, με τους ντενεκέδες, τις βαλίτσες, τις κιθάρες, τους τεντζερέδες, τις καρέκλες και τα παπλώματά τους ακόμη. Θεέ μου, τι χαμός. Έχουν καταλάβει σπιθαμή προς σπιθαμή ολόκληρη την επιφάνεια του βαποριού, τις καμπίνες, τ’ αμπάρια και τα κατάρτια του ακόμη!
Και πόση οικειότητα! Ιδού, έξαφνα, καθώς προσπαθώ ματαίως να υπερπηδήσω την σιέρα Γκουανταράμα δύο υπερμεγεθών κυριών, χέρι αγνώστου μου προσφέρει φέτα καρπουζιού με ύφος υποχρεωτικής φιλοφροσύνης:
-Πάρε…
-Ευχαριστώ.
-Ά, δε μπορείς! Φάτο γιατί δεν έχω μέρος να το πετάξω!
Ένα εντελώς ξένο πρόσωπο μου μειδιά με ύφος επιτακτικό ενώ το χέρι κραδαίνει μάχαιρα πού θα μπορούσε να σφάξει όχι μόνο καρπούζι, αλλά και βόδι! Κάνω να δαγκώσω το καρπούζι και… δαγκώνω το μουστάκι του πλαϊνού μου. Ο άλλος μουγκρίζει.
-Έεεεπ! Τί το κάναμε εδώ!
-Με συγχωρείς, πατριώτη.
-Τέτοια πείνα έχεις κακομοίρη!
Αιχμάλωτος του αδιαχώρητου δεν έχεις να κάνεις βήμα. Είναι σα να έβαλες το σώμα σου στον γύψο και πρέπει να μένεις στην απόλυτη ακινησία του φακίρη. Δεν ξέρεις από τα μέλη που σε περιβάλλουν ποιό είναι δικό σου και ποιό είναι ξένο.
Έτσι προέκυψε σε λίγο μια φοβερή παρεξήγηση. Άνθρωπος που θέλησε να ξύσει μια περιφέρεια του κορμιού του, όπου πιθανόν κάτι να τον τσιμπούσε, έξυσε, κατά λάθος, την περιφέρεια της διπλανής του. Εκείνη εξαγριώθηκε για το θράσος:
-Ντροπή σου, κύριε!
-Τι σας έκανα, δεσποινίς;
-Αυτό που ξέρετε!
Πού να βρεθεί άκρη;
Κάποιος πάρα-πέρα έκανε να πετάξει στη θάλασσα μια σαρδέλα πού δεν τρωγόταν. Αλλά, είτε γιατί δεν είχε αρκετή δύναμη, είτε διότι δεν είχε αρκετό χώρο για το παλμό της εκτίναξης, η σαρδέλα έφθασε μέχρι του ανοιχτού καρέ μιας κυρίας και εισέδυσε αναιδώς στο εσωτερικό.
Νέα έκρηξη:
-Άχ μανούλα μου!
-Τί σου συμβαίνει κυρά μου;
-Άχ τον παλιάνθρωπο! Μου πέταξε μια βρωμερή σαρδέλα!
-Μικρό το κακό κυρά μου. Αν ήταν παλαμίδα τι θα έκανες;
***
Και το βαπόρι συνεχίζει τον πλου με τη μυρμηγκιά των πιστών του. Υπάρχει βέβαια και η δραματική νότα στο πλοίο. Τυφλοί, χωλοί, τρελοί, μουγγοί, όχι και λίγοι, συνταξιδεύουν για το νησί της Παναγίας, ελπίζοντας στη Χάρη της.
Έχω την αίσθηση, από ακούσματα δεξιά και αριστερά, ότι ο κόσμος παίρνει το όλο ταξίδι και λιγάκι για αναψυχή. Η σκέψη μου πάει στις Κυριακάτικες εκδρομές με τους γνωστούς σκυλοπνίχτες.
Ωχ! Τι ήθελα να το σκεφτώ; Ξαφνικά ο αέρας άρχισε να δυναμώνει, το κύμα να αφρίζει, τα κατάρτια να σφυρίζουν, το πλοίο να ταλαντεύεται...
Φυσικά όλοι θυμήθηκαν την προστάτιδα των ευρισκομένων σε κίνδυνο.
-Σώσε μας Παναγία μου!
Ποιος ακούει όμως; Σε λιγάκι η σκηνογραφία άλλαξε εντελώς. Τα κύματα φουσκώνουν και το πλοίο χοροπηδά με το βαρύ του φορτίο, ταλαντεύεται, χτυπιέται, αγωνίζεται με την μηχανή του να αγκομαχά και τους αρμούς του να τριζοβολούν…
-Μαμά, ζαλίζομαι…
-Δεν είναι τίποτα παιδί μου]
-Μαμά, γουά-γουουα-γκάχ-γκάχ-γκάχ.
-Για όνομα της Παναγίας δεσποινίς, δεν έχω άλλο κοστούμι!
Ώχ συμφορά που πάθαμε! Βοήθα Παναγίτσα μου, βοήθα να ιδούμε τη Χάρη σου, ένα λεμόνι γειτόνοι, καμαρώτο πούσαι βρε καμαρώτο, Παναγίτσα, τί ήταν τούτο; Γύρνα από εδώ μωρέ, ώχ μέκανες μαντάρα, καμαρώωωωτο!
Και επειδή, στη φαντασία του κοσμάκη, και η πιο μικρή τρικυμία παίρνει τη μορφή φοβερού κινδύνου, αρχίζουν οι γαλαντομίες και οι υποσχέσεις προς την Μεγαλόχαρη:
-Μόλις φτάσουμε θα σου ανάψω μια λαμπάδα σαν το μπόι
μου!
-Εγώ ένα χρυσό καντήλι!
-Δύο καντήλια!
-Ένα ντενεκέ λάδι!
-Ένα χρόνο θα σου ανάβω τα καντήλια…
Μπήκαμε στο λιμάνι της Τήνου με γαλήνη. Ανακούφισή! Μας περίμεναν οι βάρκες να μας μεταφέρουν στην ακτή. Κάποιοι άρχισαν να τρέχουν ψάχνοντας για ένα κατάλυμα. Οι περισσότεροι κουβαλούσαν τις κουρελούδες τους και δεν πίστευα στα μάτια μου βλέποντας τους, 5 και 6 άτομα, στριμωγμένους σε μια γωνίτσα.
Οι καμπάνες χτυπούσαν χωρίς σταματημό, και η Παναγία πνιγμένη στο χρυσό και το ασήμι μοίραζε απλόχερα τη θεία Χάρη της.
Μικρή αλλά όχι ασήμαντη λεπτομέρεια: Το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που μου ¨έκλεισε¨ το λογιστήριο, φιλοξενούσε ήδη μια πενταμελή οικογένεια...
Όσο για τα τάματα, που τόσο απλόχερα τα τάξανε στο πλοίο, έχω την αίσθηση ότι αναβλήθηκαν για πιο εύθετο χρόνο...
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ του νεαρού τότε ρεπόρτερ Δημήτρη Ψαθά στα «Αθηναϊκά Νέα» , 1936)
πηγη:protothema.gr/Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου