Πάντα ανέβαινε, κι αν δεν βρεις δρόμο φτιάξε
Πάντα ανέβαινε.
Ακόμη πιο ψηλά.
Στη κορφή σε περιμένει η αγάπη
μ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.
Ανέβα…
‘Ολο μπρος. ’Ολο ψηλά.
Κι αν δεν βρεις δρόμο
Φτιάξε.
Στην αγάπη
δεν υπάρχουν δρόμοι έτοιμοι,
τους φτιάχνεις εσύ.
~~~
Ανέβα…
‘Εστω κι αν δεις
πως τα λουλούδια είναι ψεύτικα
κι η αγάπη -η ολόφλογη αγάπη-
ένας καπνός, εσύ ανέβα.
Ανέβα…
‘Εστω κι αν στην κορφή
αντίς για τριαντάφυλλα
σε περιμένει ένα μπουκέτο μαχαίρια,
εσύ ανέβα!
~~~
Ανέβα…
Και πες “ευχαριστώ”.
‘Οχι στα τριαντάφυλλα, όχι στα μαχαίρια.
Πες ευχαριστώ στη δύναμη,
που σ’ έκανε ν’ ανέβεις…
Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.
«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ… Ἔρωτα μὴ σὲ…
ἔρωτα μισέ… ἔρωτα μισέ…»
Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:
«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
Ερωτικό Κάλεσμα
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο άνεμος.
Τους ανέμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι ο άνεμος.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο ωκεανός.
Τους ωκεανούς τους δαμάζουν οι Τρίτωνες.
Τους ημερεύουν οι ζέφυροι.
Τους μαγεύουν οι σειρήνες. Όχι.
Δεν ειμ’ ωκεανός.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε λιμάνι.
Δε σου τάζω την απανεμιά.
Ούτε τις γλυκές ισημερίες,
και τις αλκυονίδες ζεστασιές.
Δεν είμαι λιμάνι.
Εγώ... Δεν είμαι...
Παρά ένας κουρασμένος στρατολάτης.
Ένας αποσταμένος περπατητής...
Που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
για ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Και αν θέλεις...
Έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου