Σήμερα, αν δεν γνωρίζεις την ιστορία του ποταμιού, είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστείς ότι κάποτε οι άνθρωποι είχαν ταυτίσει ένα τόσο όμορφο μέρος με τόσο σκοτεινούς μύθους. Στην καταπράσινη χαράδρα που διασχίζει ο ρους του ποταμού, άνθρωποι όλων των ηλικιών, παίζουν με τα γαλαζοπράσινα, παγωμένα νερά του, δροσίζονται από την «κάψα» του μεσογειακού καλοκαιριού και διασκεδάζουν στην ελληνική φύση.
Ο Αχέροντας πηγάζει σε υψόμετρο περίπου 2.000 μ., στο όρος Τόμαρος, κοντά στην αρχαία Δωδώνη. Η ροή του εξακολουθεί για 58 χιλιόμετρα- περνώντας από τα χωριά του Σουλίου το υδάτινο φορτίο του ενισχύεται και από άλλες πηγές, οι τελευταίες εκ των οποίων συναντώνται στην Γλυκή, το χωριό όπου σήμερα καταλήγουν οι επισκέπτες, εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως άνθρωποι, κάθε μέρα του καλοκαιριού.
Ακολουθώντας την παραλιακή εθνική οδό της Ηπείρου, λίγα χιλιόμετρα πριν την Πάργα, είτε στρίβοντας στο χωριό Καναλάκι, είτε στην ταμπέλα που δείχνει τον δρόμο για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, στη Γλυκή σε οδηγούν ταμπέλες προς τις «Πηγές του Αχέροντα»- μην μπερδευτείτε από τις εναλλαγές στη σήμανση, πρόκειται για το ίδιο μέρος.
Μέσω ενός μικρού, ειδυλλιακού και απόλυτα βατού μονοπατιού, μπορεί ακόμα και ένα νήπιο ή ηλικιωμένος άνθρωπος να βαδίσει μια όμορφη διαδρομή. Από το σημείο όπου (πρόσκαιρα) το μονοπάτι διακόπτεται, όσοι θέλουν να συνεχίσουν (όλοι σχεδόν...) μπαίνουν μέσα στο ποτάμι, το βάθος του οποίου κυμαίνεται- από πολύ μικρό μέχρι σημεία όπου συνεχίζεις μόνο κολυμπώντας.
Δεν γνωρίζω αν είναι επιστημονικά εξακριβωμένο αλλά ο Αχέροντας έχει την φήμη του πιο κρύου ποταμού της Ελλάδας- τα νερά του είναι ακόμα και μέσα στο κατακαλόκαιρο εξαιρετικά κρύα (όσο και διαυγή) και αυτό, σύμφωνα με τους ντόπιους, οφείλεται στο ότι πηγάζουν μέσα από σχισμές των βράχων κατά μήκος της κοίτης του.
Όσο προχωράς βαθύτερα στην χαράδρα συναντάς λίμνες, βάθρες και καταρράκτες- το 1992 ο ερευνητής Χαράλαμπος Γκούβας χαρακτήρισε τα «Στενά του Αχέροντα», την χαράδρα μεταξύ Γλυκής και Σερζιανών, ως «Πύλες του Άδη».
Πρόκειται για στενά περάσματα που έχουν σχηματιστεί από κάθετες πλάκες βράχων, που το ύψος τους φτάνει έως και 200 μέτρα, ενώ το πλωτό τους πέρασμα είναι αντιστρόφως στενό, με πλάτος δύο μέτρα μόνο.
Επειδή τα «Στενά» δεν αναφέρονται στην αρχαία ελληνική γραμματεία, πιθανολογείται ότι οι αρχαίοι φοβούνταν να τα διασχίσουν- η Χαράδρα του Αχέροντα έχει μήκος περίπου 10 χιλιόμετρα και ο χρόνος που απαιτείται για την διάσχισή της προσεγγίζει τις 8 ώρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαπενταετία έχει δημιουργηθεί μονοπάτι κατά μήκος της.
Οι περισσότεροι επισκέπτες, πάντως, δεν φτάνουν μέχρι εκεί- αρκούνται στο τμήμα της κοίτης που είναι κοντά στη Γλυκή. Λογικό είναι αυτό- το πρώτο τμήμα του ποταμού ανεβαίνοντας από την Γλυκή ανάποδα το ρεύμα του αρκεί για να διασκεδάσει κανείς με την ψυχή του, παιζοντας παντοιοτρόπως με τα νερά και τα πέριξ αυτών κελεύσματα της φύσης.
Κολυμπάς σε κρυστάλλινα νερά, σε λωρίδες άμμου στις όχθες λούζεσαι έναν δροσερό ήλιο και φως φιλτραρισμένο από τα φυλλώματα του πλάτανου και της ιτιάς, βουτάς (σαν) σ’ ένα ρέον «παγάκι» από ψηλούς βράχους της καταπράσινης όχθης- να μια όμορφη, ημερήσια εκδρομή για οικογένειες από την Ελλάδα και το εξωτερικό που διάλεξαν την Πάργα, τα Σύβοτα ή τις ακτές της Πρέβεζας για τις διακοπές τους.
Ξεκινώντας από την Γλυκή και κατά μήκος των επόμενων δύο χιλιομέτρων της κοίτης του, υπάρχουν αρκετές (όχι υπερβολικές) ταβέρνες ακριβώς δίπλα στο ποτάμι- και μπορείς να εξασκήσεις με ασφάλεια μια μεγάλη γκάμα αθλητικών δραστηριοτήτων στα νερά του Αχέροντα.
Και στις δύο όχθες του ποταμού- η δεξιά ανήκει στο νομό Πρέβεζας και η αριστερή στο νομό Θεσπρωτίας-υπάρχουν stand και ο ανάλογος εξοπλισμός, επιχειρήσεων που προσφέρουν δυνατότητες για ράφτιγκ, καγιάκ, ιππασία, τοξοβολία, flying fox (εναέριο πέρασμα).
Στο γραφικό ψαράδικο λιμανάκι στις εκβολές του ποταμού ο βαρκάρης Βασίλης Τάσσος,είναι κι αυτός ένας άνθρωπος που ζει από το ποτάμι- με τη βάρκα του ξεναγεί επισκέπτες στο ποτάμι και τις εκβολές του στο Ιόνιο πέλαγος. Αλλά είναι και καταπληκτικός γνώστης της ιστορίας και της φύσης του ποταμού.
«Ο Αχέροντας έχει 3 παραπόταμους- τον Κωκυτό, που σημαίνει θρήνος, τον Βωβό, ήσυχο δηλαδή, και τον Πυρεφλεγέθοντα (σημαίνει πύρινος ποταμός και αναφέρεται από τον Όμηρο ως πυρεφλεγέθων. Το νερό του δεν θεωρείται πόσιμο- επειδή πηγάζει μέσα από τον βράχο μεταφέρει βαρέα μέταλλα. Και είναι όντως βαρύ νερό, λίγες γουλιές κι αισθάνεσαι να γεμίζεις... Πάντως εγώ ανέκαθεν έπινα και τίποτα δεν έπαθα», γελάει....
«Σε μένα ο Αχέροντας μοιάζει με μικρογραφία του Αμαζονίου», μου λέει.
«Από ψάρια έχει 3 είδη κεφαλοειδών, λαβράκια που φτάνουν τα 8 κιλά, άσπρα χέλια, καβούρια, γαρίδες και ένα είδος γοβιού που είναι μοναδικό στον κόσμο. Έχει αηδονοφωλιές, που τα αηδόνια φτιάχνουν από το χνούδι του φύλλου της άγριας ιτιάς, σε σημεία που το φίδι ή το κουνάβι δε μπορούν να τις πειράξουν. Έχει το ποτάμι πανέμορφες, μπλε λιβελούλες, που ο κύκλος ζωής τους δεν ξεπερνά τις λίγες ημέρες, νεροχελώνες, που βγαίνουν απο το νερό και κάνουν ηλιοθεραπεία σε κορμούς στην όχθη για να ξεραθεί το όστρακό τους- σαπίζει αν είναι συνέχεια μουλιασμένο. Στις εκβολές του, αριστερά- δεξιά στη θάλασσα υπάρχουν νεροσπηλιές, με εντυπωσιακό ανάγλυφο βράχων και πεντακάθαρα νερά, αν θες βουτάς...».
«Όμορφο μέρος αλλά δεν το προστατεύουμε όπως πρέπει», σχολιάζει.
Το Νεκρομαντείο
Τέσσερα χιλιόμετρα πάνω από την Αμμουδιά, στο χωριό Μεσοπόταμος, ο σύγχρονος επισκέπτης μπορεί, ως ένα βαθμό, να γίνει κι αυτός μύστης του Νεκρομαντείου του Αχέροντα. Η κρίσιμη διαφορά του από άλλα μαντεία, όπως των Δελφών ή της Δωδώνης είναι πως εδώ ο αρχαίος επισκέπτης δεν προσδοκούσε τον χρησμό του μάντη ή της ιέρειας, αλλά την επικοινωνία με την ψυχή κάποιου νεκρού του- εμφανίζονταν ως σκιά και συνομιλούσαν, παρουσία ιερέα και αθέατοι από κάθε άλλον ανθρώπινο παρατηρητή.
Σήμερα, εξωτερικά ο χώρος του Νεκρομαντείου είναι ένα γοητευτικό αμάλγαμα στοιχείων των πολιτισμών και των θρησκειών που νοηματοδοτούσαν τις ζωές των ανθρώπων που ζούσαν σε αυτόν τον τόπο στις διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Στα ερείπια του αρχαίου μαντείου κτίστηκε τον 18ο αι. η Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και λίγα μέτρα απέναντί της, οχυρή κατοικία (κούλια), που ανήκε σε αγά της Οθωμανικής περιόδου (19ος αι.).
Αντιγράφω από τα ενημερωτικά κείμενα της αρχαιολογικής υπηρεσίας στον χώρο:
Η ύπαρξη του Νεκρομαντείου στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους είναι αρκετά πιθανή, βάσει της φιλολογικής παράδοσης αλλά και ανασκαφικών ευρημάτων, όπως αποθέματα με όστρακα και ειδώλια της Περσεφόνης που χρονολογούνται από τον 7ο έως τον 5ο αι. π.Χ. Η κορυφή του λοφίσκου όπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο ισοπεδώθηκε, μάλλον την περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (330- 233 π.Χ.), για να αναγερθεί το συγκρότημα που ακόμα υπάρχει και όλες οι προηγούμενες φάσεις του ιερού καταστράφηκαν.
Η ίδρυση του Νεκρομαντείου στη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τους παραποτάμους του συνδέεται με τις δοξασίες των αρχαίων για τον Κάτω Κόσμο. Χάσματα της γης, σπηλιές και φαράγγια ταυτίστηκαν κατά την αρχαιότητα με εισόδους προς τον Κάτω Κόσμο, ενώ λίμνες και ποτάμια που εισχωρούσαν στο υπέδαφος για να συνεχίσουν υπόγεια την πορεία τους, σχετίζονταν με τον δρόμο που ακολουθούσαν οι ψυχές των νεκρών προς τον Άδη.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους νεκρούς ως σκιές ελευθερωμένες από το φθαρτό σώμα και με την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Χαρακτηρίζονταν, όμως, από έλλειψη συνείδησης και εκδικητικότητα απέναντι στους ζωντανούς και η επαφή μαζί τους δεν ήταν ακίνδυνη.
Οι επισκέπτες εισέρχονταν από την βόρεια είσοδο του συγκροτήματος και έμεναν για κάποιο διάστημα στα δωμάτια της αυλής και του βόρειου διαδρόμου. Εκεί υποβάλλονταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία.
Ο ρόλος των ιερέων, προφανώς, ήταν κρίσιμος- προσέγγιζαν ψυχολογικά τους «ωφελούμενους» και αποσπούσαν από τους ίδιους πληροφορίες για τον σκοπό της επίσκεψής τους, τι ήθελαν να μάθουν από τον νεκρό, ποια ήταν η κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση...
Στην είσοδο του Νεκρομαντείου, υποδέχονταν τον επισκέπτη σε ένα αίθριο σαν αυλή και σταδιακά τον οδηγούσαν στα παρακείμενα δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης. Για χρονικό διάστημα που έκρινε ο ιερέας οι πιστοί μύστες έπρεπε να αντέξουν σωματικά μια ιδιόρρυθμη και έντονα τοξική διατροφή που είχε βάση της τα κουκιά, το χοιρινό λίπος και τα οστρακοειδή. Σκοπός ήταν η πρόκληση μιας μορφής τοξικής δηλητηρίασης του οργανισμού- αυτό ήταν το πρώτο μόνο στάδιο της...
Με τις οδηγίες του ιερέα ο μύστης οδηγούνταν σε έναν πλίθινο λουτήρα για να πλυθεί και αμέσως μετά πέταγε μια αναθηματική πέτρα (εκστομίζοντας και το προσωπικό του ανάθεμα) σε έναν μεγάλο σωρό (που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές). Στο τελευταίο δωμάτιο όπου θα παρέμενε ο μύστης (για χρονικό διάστημα συνήθως αρκετών ημερών) υποβαλλόταν σε ακόμα αυστηρότερη δίαιατα , προσευχόταν, ενώ ο ιερέας του μιλούσε σε βαθύ σκοτάδι. Σκοπός αυτής της δίαιτας και μυσταγωγίας ήταν η πρόκληση παραισθήσεων και η διέγερση του φαντασιακού.
Στον ανατολικό διάδρομο ο μύστης θυσίαζε ένα ζώο και μέσω ενός δαιδαλώδη διαδρόμου που σήμερα αποκαλείται «λαβύρινθος», διασχίζοντας τοξωτές πύλες και αφού έσπαγε πήλινες λεκάνες γεμάτες με άλευρα, δεούμενος στους θεούς, εισέρχονταν στο μεγάλο ιερό. Εκατέρωθεν υπάρχουν ακόμα τα δωμάτια και τα ίδια μεγάλα πιθάρια όπου αποθηκεύονταν οι προσφορές των πιστών. Κάτω από αυτόν τον χώρο υπάρχει μια άλλη, υπόγεια αίθουσα, σαν κατακόμβη που στηρίζεται σε 15 πέτρινα τόξα.
«Ο Αχέροντας έχει 3 παραπόταμους- τον Κωκυτό, που σημαίνει θρήνος, τον Βωβό, ήσυχο δηλαδή, και τον Πυρεφλεγέθοντα (σημαίνει πύρινος ποταμός και αναφέρεται από τον Όμηρο ως πυρεφλεγέθων. Το νερό του δεν θεωρείται πόσιμο- επειδή πηγάζει μέσα από τον βράχο μεταφέρει βαρέα μέταλλα. Και είναι όντως βαρύ νερό, λίγες γουλιές κι αισθάνεσαι να γεμίζεις... Πάντως εγώ ανέκαθεν έπινα και τίποτα δεν έπαθα», γελάει....
«Σε μένα ο Αχέροντας μοιάζει με μικρογραφία του Αμαζονίου», μου λέει.
«Όμορφο μέρος αλλά δεν το προστατεύουμε όπως πρέπει», σχολιάζει.
Το Νεκρομαντείο
Τέσσερα χιλιόμετρα πάνω από την Αμμουδιά, στο χωριό Μεσοπόταμος, ο σύγχρονος επισκέπτης μπορεί, ως ένα βαθμό, να γίνει κι αυτός μύστης του Νεκρομαντείου του Αχέροντα. Η κρίσιμη διαφορά του από άλλα μαντεία, όπως των Δελφών ή της Δωδώνης είναι πως εδώ ο αρχαίος επισκέπτης δεν προσδοκούσε τον χρησμό του μάντη ή της ιέρειας, αλλά την επικοινωνία με την ψυχή κάποιου νεκρού του- εμφανίζονταν ως σκιά και συνομιλούσαν, παρουσία ιερέα και αθέατοι από κάθε άλλον ανθρώπινο παρατηρητή.
Αντιγράφω από τα ενημερωτικά κείμενα της αρχαιολογικής υπηρεσίας στον χώρο:
Η ύπαρξη του Νεκρομαντείου στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους είναι αρκετά πιθανή, βάσει της φιλολογικής παράδοσης αλλά και ανασκαφικών ευρημάτων, όπως αποθέματα με όστρακα και ειδώλια της Περσεφόνης που χρονολογούνται από τον 7ο έως τον 5ο αι. π.Χ. Η κορυφή του λοφίσκου όπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο ισοπεδώθηκε, μάλλον την περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (330- 233 π.Χ.), για να αναγερθεί το συγκρότημα που ακόμα υπάρχει και όλες οι προηγούμενες φάσεις του ιερού καταστράφηκαν.
Η ίδρυση του Νεκρομαντείου στη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τους παραποτάμους του συνδέεται με τις δοξασίες των αρχαίων για τον Κάτω Κόσμο. Χάσματα της γης, σπηλιές και φαράγγια ταυτίστηκαν κατά την αρχαιότητα με εισόδους προς τον Κάτω Κόσμο, ενώ λίμνες και ποτάμια που εισχωρούσαν στο υπέδαφος για να συνεχίσουν υπόγεια την πορεία τους, σχετίζονταν με τον δρόμο που ακολουθούσαν οι ψυχές των νεκρών προς τον Άδη.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους νεκρούς ως σκιές ελευθερωμένες από το φθαρτό σώμα και με την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Χαρακτηρίζονταν, όμως, από έλλειψη συνείδησης και εκδικητικότητα απέναντι στους ζωντανούς και η επαφή μαζί τους δεν ήταν ακίνδυνη.
Οι επισκέπτες εισέρχονταν από την βόρεια είσοδο του συγκροτήματος και έμεναν για κάποιο διάστημα στα δωμάτια της αυλής και του βόρειου διαδρόμου. Εκεί υποβάλλονταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία.
Ο ρόλος των ιερέων, προφανώς, ήταν κρίσιμος- προσέγγιζαν ψυχολογικά τους «ωφελούμενους» και αποσπούσαν από τους ίδιους πληροφορίες για τον σκοπό της επίσκεψής τους, τι ήθελαν να μάθουν από τον νεκρό, ποια ήταν η κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση...
Στην είσοδο του Νεκρομαντείου, υποδέχονταν τον επισκέπτη σε ένα αίθριο σαν αυλή και σταδιακά τον οδηγούσαν στα παρακείμενα δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης. Για χρονικό διάστημα που έκρινε ο ιερέας οι πιστοί μύστες έπρεπε να αντέξουν σωματικά μια ιδιόρρυθμη και έντονα τοξική διατροφή που είχε βάση της τα κουκιά, το χοιρινό λίπος και τα οστρακοειδή. Σκοπός ήταν η πρόκληση μιας μορφής τοξικής δηλητηρίασης του οργανισμού- αυτό ήταν το πρώτο μόνο στάδιο της...
Με τις οδηγίες του ιερέα ο μύστης οδηγούνταν σε έναν πλίθινο λουτήρα για να πλυθεί και αμέσως μετά πέταγε μια αναθηματική πέτρα (εκστομίζοντας και το προσωπικό του ανάθεμα) σε έναν μεγάλο σωρό (που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές). Στο τελευταίο δωμάτιο όπου θα παρέμενε ο μύστης (για χρονικό διάστημα συνήθως αρκετών ημερών) υποβαλλόταν σε ακόμα αυστηρότερη δίαιατα , προσευχόταν, ενώ ο ιερέας του μιλούσε σε βαθύ σκοτάδι. Σκοπός αυτής της δίαιτας και μυσταγωγίας ήταν η πρόκληση παραισθήσεων και η διέγερση του φαντασιακού.
Στον ανατολικό διάδρομο ο μύστης θυσίαζε ένα ζώο και μέσω ενός δαιδαλώδη διαδρόμου που σήμερα αποκαλείται «λαβύρινθος», διασχίζοντας τοξωτές πύλες και αφού έσπαγε πήλινες λεκάνες γεμάτες με άλευρα, δεούμενος στους θεούς, εισέρχονταν στο μεγάλο ιερό. Εκατέρωθεν υπάρχουν ακόμα τα δωμάτια και τα ίδια μεγάλα πιθάρια όπου αποθηκεύονταν οι προσφορές των πιστών. Κάτω από αυτόν τον χώρο υπάρχει μια άλλη, υπόγεια αίθουσα, σαν κατακόμβη που στηρίζεται σε 15 πέτρινα τόξα.
Η χρήση της δεν είναι ξεκαθαρισμένη- ίσως πραγματοποιούνταν θρησκευτικές τελετές αφιερωμένες στις θεότητες του Άδη, ίσως αποτελούσε τον χώρο από όπου οι ιερείς «επανέφεραν» στη ζωή τα είδωλα των νεκρών. Οι σκιές τους εμφανίζονταν στην αίθουσα του ιερού, μετά τις τελευταίες «χοές», προσφορές δηλαδή μελιού ή κρασιού και αίματος στους θεούς του Κάτω Κόσμου.
Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα καταστράφηκε το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Όλη αυτή η μυσταγωγία έλαβε απότομο τέλος, νέες θρησκείες ήρθανε μαζί με επόμενες εξουσίες.
«Ξέρεις όμως, στην περιοχή μας ακόμη συνηθίζεται ο οβολός στα μάτια των νεκρών, το σπάσιμο πιάτων όταν βγαίνει από το σπίτι», μου λέει ο βαρκάρης του Αχέροντα, Βασίλης Τάσσος
Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα καταστράφηκε το 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Όλη αυτή η μυσταγωγία έλαβε απότομο τέλος, νέες θρησκείες ήρθανε μαζί με επόμενες εξουσίες.
«Ξέρεις όμως, στην περιοχή μας ακόμη συνηθίζεται ο οβολός στα μάτια των νεκρών, το σπάσιμο πιάτων όταν βγαίνει από το σπίτι», μου λέει ο βαρκάρης του Αχέροντα, Βασίλης Τάσσος
πηγη:huffingtonpost.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου