Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

"Το Φιντανάκι" του Παντελή Χορν


Το Φιντανάκι του Παντελή Χορν ανέβηκε για πρώτη φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 1921, από το θίασο της Κυβέλης, στο θέατρο της, χωρίς όμως τη δική της συμμετοχή. Ανάμεσα στους πρώτους διδάξαντες ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου. «Το έργο στην ανάγνωση είχε κάμει την οικτρότερη εντύπωση» αφηγείται πολλά χρόνια αργότερα ο Παντελής Χορν «έγινε δεκτό από το θίασο μόνο και μόνο γιατί είχα κάποιο όνομα στο θέατρο». 
Ωστόσο η πρεμιέρα έδειξε ότι το Φιντανάκι θα γινόταν, μια μεγάλη επιτυχία, παρ΄ όλο που εκείνο το βράδυ του Σεπτέμβρη, μια ξαφνική νεροποντή διέκοψε την παράσταση στα μισά της τρίτης πράξης. Κοινό και κριτική δέχτηκαν το έργο με ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό. 
Το θεατρικό έργο έγινε μυθιστόρημα. Δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο Ελεύθερο Βήμα και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σε βιβλίο με μεγάλη πάντοτε επιτυχία. 
Βραβεύτηκε στον Ζ’ Αβερώφειο δραματικό διαγωνισμό (1922). Στη συνέχεια πέρασε στο ρεπερτόριο αναρίθμητων θιάσων γνωρίζοντας, μέχρι τον πόλεμο τουλάχιστον, απειράριθμες επαναλήψεις. Ηθοποιοί όπως η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Βάσω Μανωλίδου, η Αλίκη ερμήνευσαν τον ρόλο της Τούλας∙ ο Αλέξης Μινωτής, ο Κώστας Μουσούρης, ο Δημ. Μυράτ ζωντάνεψαν τον Γιάγκο∙ ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Μίμης Φωτόπουλος τον Γιαβρούση. Και πόσοι άλλοι – στην Αθήνα, σε περιοδείες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στα 1947 έγινε οπερέτα∙ στα 1955, κινηματογραφική ταινία με τον Ορέστη Μακρή στο ρόλο του κυρ-Αντώνη.
Σαπφώ Αλκαίου (Κυρία Κατίνα), Κατίνα Παξινού (Εύα), Αλέξης Μινωτής (Γιάγκος).

Η υπόθεση του έργου
Σε μια πλακιώτικη αυλή λίγο καιρό πριν από την Μικρασιατική καταστροφή, η Τούλα, (το νεαρό φιντανάκι), φτωχή μοδίστρα, κόρη του ταχυδρόμου κυρ- Αντώνη, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Γιάγκου, ενός νέου άνεργου μάγκα (κουτσαβάκης). Ο Γιάγκος θα προδώσει τον έρωτά της για χάρη της Εύας, που εκτός από όμορφη έχει και πολλές γνωριμίες που ίσως φανούν χρήσιμες στον Γιάγκο. Η Τούλα όμως, περιμένει το παιδί του. Μπροστά στο σκάνδαλο και με προτροπή της κυρά-Κατίνας, μιας γυναίκας ελαφρών ηθών- ο κυρ-Αντώνης θα καταχραστεί χρήματα της υπηρεσίας του και θα κινδυνέψει να οδηγηθεί στη φυλακή. Στο τέλος του έργου, ο κυρ-Αντώνης πεθαίνει, πληγωμένος βαθιά στην αξιοπρέπειά του, και η Τούλα ακολουθεί τον ηλικιωμένο αλλά εύπορο Γιαβρούση προκειμένου να φύγει από την φτώχεια.

Ηθογραφία
Στο Φιντανάκι, κάτω από το επίχρισμα της «αθηναϊκής ηθογραφίας», βρίσκεται η δυναμική ενός οικογενειακού και κοινωνικού δράματος, από την οποία το έργο αντλεί όλη τη διαχρονική αξία και ζωντάνια του. Ωστόσο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο όρος ηθογραφία δεν αποτελεί επί της ουσίας θεατρικό είδος ενταγμένο στην κατηγοριοποίηση της δραματουργίας, όπως η κωμωδίαή το ιστορικό δράμα, αλλά αποτελεί αναφορά στη δραματουργική θεματική παραγωγή της συγκεκριμένης εποχής

Η απλή καθημερινή ιστορία της Τούλας και του κυρ-Αντώνη στη γραφική γειτονιά, μοιάζει να περιγράφει ένα μικρόκοσμο, συνηθισμένα περιστατικά με τύπους λαϊκούς από τη σκοπιά μιας φωτογραφικής απεικόνισης των ηθών. Μοιάζει επίσης να ρέπει προς το μελόδραμα, στοιχείο κληροδοτημένο από τον 19ο αιώνα, με τους καλούς και κακούς σε θεμελιακή αντιπαράθεση, με την ατιμασμένη κόρη και τον πικραμένο πατέρα, τη φτώχεια, την πορνεία, τον προδωμένο έρωτα. Όμως ο Π. Χορν ούτε στη φολκλορική επιφάνεια της αυλής στέκεται, ούτε την ηθικοπλαστική έκβαση του μελοδράματος υπηρετεί. Δε λειτουργεί με την επιθυμία του κοινού αισθήματος δικαίου και την ψευδαίσθηση ότι η διασαλεμένη τάξη τελικά θα αποκατασταθεί υπέρ των αθώων και τιμίων, του αδικημένου και του θύματος. Το έργο είναι βαθύτερα ρεαλιστικό στον βαθμό που, ξεκινώντας από μια κλειστή ανθρωπογεωγραφία, ξανοίγεται χωρίς προκαταλήψεις προς τα κοινωνικά προβλήματα, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις διαπροσωπικές αντιθέσεις, οι οποίες όχι απλώς δεν είναι εποχιακές ή πρόσκαιρες, αλλά βρίσκονται σταθερά στη βάση της αστικής κοινωνίας και ιδεολογίας.

Κεντρικό σημείο του συγκεκριμένου δράματος αποτελεί η ηθική καταρράκωση των πρωταγωνιστών, που αποτελούν θύματα του κοινωνικού και οικονομικού μαρασμού. «Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι και πότε δεν είναι … τι τα θες δεν είμαστε τυχεροί», είναι τα λόγια του κυρ- Αντώνη για την κακοτυχία που κατατρέχει τους μεροκαματιάρηδες της αυλής, λόγια που ο Χορν χρησιμοποιεί για να τονίσει την οικονομική ανέχεια που τους διακρίνει. «Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια σου. Ποιος έχει το μέλι στα δάκτυλά του και δεν το γλύφει;». Αυτά είναι τα λόγια της Φρόσως, από την άλλη πλευρά, λόγια που αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα, της χαμένης ηθικής, της παρακμής των αξιών, από πεινασμένους -υλικά και πνευματικά- ταλαίπωρους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν παραμερίσει τις ατομικές -κάθε είδους- αναστολές, προκειμένου να ζήσουν το ελάχιστα ευτυχέστερο, πέρα από την καθημερινή αθλιότητα που τους σκοτώνει.

Παράλληλα όμως με το θέμα της κοινωνικής διάβρωσης και των μηχανισμών της ο συγγραφέας στο Φιντανάκι πραγματεύεται και ένα άλλο θέμα, που εξάλλου κυριαρχεί στην δραματουργία του: το θέμα του έρωτα. Στο Φιντανάκι ο έρωτας πεθαίνει σε κάθε του μορφή: η κυρα-Κατίνα τον καθιστά εμπορεύσιμο είδος, ο Γιάγκος και η Εύα τον προδίδουν (ο Γιάγκος προδίδει την Τούλα, η Εύα προδίδει την Τούλα αλλά και τον Γιάγκο), ο θείος και ο Γιαβρούσης τον διαπραγματεύονται, η Φρόσω τον περιφρονεί. Οι μοναδικοί τιμητές του, οι δύο αγνοί εραστές, η Τούλα και ο κυρ-Αντώνης, οδηγούνται στον αφανισμό, ηθικό η πρώτη, βιολογικό ο δεύτερος.
Δεν ωραιοποιεί ο Π. Χορν τα γεγονότα. Αντίθετα, τα παρουσιάζει με ιδιαίτερο ρεαλισμό, παρουσιάζει συναισθηματικές εξάρσεις που προβάλλουν την οδύνη με έντονο τρόπο, καθώς οι πρωταγωνιστές του αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσουν την άτυχη κατά τα λόγια του κυρ-Αντώνη μοίρα τους.

Χρησιμοποιεί στα έργα του τη δημοτική με χαρακτηριστικό τρόπο. Αναφέρεται με λαϊκές εκφράσεις, όπως η φράση του Γιάγκου: «Σιλάνς, μωρή» και η απάντηση της Φρόσως: «Σιλάνσης είσαι και φένεσαι!». Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει την δια του λόγου καταγραφή της πνευματικής καλλιέργειας, όπως και την προβολή της κοινωνικής και αισθητικής συμπεριφοράς της εποχής. Η γραφή του βρέθηκε, αρκετές φορές, σε αντιπαράθεση με το πνεύμα άλλων θεατρικών συγγραφέων της εποχής. Η τάση που επικρατούσε ήταν να γράφονται έργα με πιο απλά λόγια όσο και πιο ανάλαφρη θεματολογία, εστιάζοντας στην παράδοση και την αναφορά στα ελληνικά ήθη και έθιμα Αν και λογοτέχνης με ιδιαίτερη καλλιέργεια, ο Χορν είχε επιλέξει -όπως ανέφερε και ο ίδιος- μια κατάσταση γλωσσικής ελευθερίας ή αναρχίας χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για την κοινωνική κριτική. Διαφαίνεται ότι με τον λόγο του, τις φράσεις που χρησιμοποιούσε, επιθυμούσε την προβολή των χαρακτήρων των έργων του με αυθεντικό τρόπο, χωρίς ηθικούς φραγμούς και καλλιτεχνικές αναστολές. Η πραγματικότητα και η γνήσια καταγραφή της είναι το ζητούμενο και εκεί είχε στραμμένο προφανώς το ενδιαφέρον του ο Χορν.

Ο κόσμος στο Φιντανάκι είναι ένας κόσμος που παρακολουθεί αμέτοχος τις αξίες να γκρεμίζονται ή να γίνονται αντικείμενο καπηλείας, είναι ο κόσμος που ακολούθησε την πρώτη μεγάλη σύρραξη, ο ίδιος κόσμος που στην ποιητική του εκδοχή περιγράφεται στους Μοιραίους του Κώστα Βάρναλη.
Στις μέρες μας το κοινωνικό πρότυπο του έργου έχει εκλείψει. Η Τούλα δεν είναι πια «ο τύπος της εποχής». Από αυτήν την άποψη, το έργο ανήκει στην εποχή του, αυτό είναι αλήθεια. Αλλ’ αν η δική μας εποχή παρακολουθεί με απάθεια τις αγνές προθέσεις ν’ αφανίζονται, την τιμιότητα να εκπορνεύεται, τον έρωτα να πεθαίνει καθημερινά, τότε μπορεί κανείς να δει στο Φιντανάκι ένα σύγχρονο λαϊκό παραμύθι που με το συμβολισμό του μπορεί να συγκινήσει τον σημερινό θεατή.
Για το ραδιόφωνο: (1977) Μάρθα Βούρτση, Ελένη Ζαφειρίου, Γιώργος Τζώρτζης, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάντα Καρακατσάνη, Τζόλη Γαρμπή, Ιορδάνης Μαρίνος
Ακούτε εδώ:


πηγη:el.wikipedia.org//radio-theatre.blogspot.gr//Έφη Βαφειάδη   http://7gym-athin.att.sch.gr/ergo.htm/nt-archive.gr





0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου