Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Διήγημα: «Οικογενειακά Χριστούγεννα» Παύλος Νιρβάνας

125
Χριστούγεννα.
Στο μεγάλο δρόμο περπατούσε, σκυφτός, ένας γηραλέος. Αν τον ρωτούσε κανείς που πάει, δε θα μπορούσε ν’ απαντήσει, γιατί κι ο ίδιος δεν το ήξερε. Ίσως να ήταν ο μόνος άνθρωπος, από τους διαβάτες του μεγάλου δρόμου, που δεν ήξερε πού πήγαινε. Έρημος στον κόσμο, τέτοια μεγάλη μέρα, είχε βγει από την καμαρούλα του και τριγύριζε, όπου τον έσερναν τα πόδια του.
Ζύγωνε το μεσημέρι.
Οι άνθρωποι περνούσαν βιαστικά σιμά του, καθένας με το δρόμο του, σαν τα πλεούμενα που έχουν βγάλει πλώρη, για κάπου και ταξιδεύουν, κρατώντας τη γραμμή τους. Αυτός μονάχα έμοιαζε με πλεούμενο που το σέρνουν, ξυλάρμενο, τα κύματα κι όπου το βγάλουν κι όπου το ρίξουν.
Καθώς περπατούσε αργά στο μεγάλο δρόμο, κοίταζε τους άλλους, που περνούσαν. Ένας μπήκε μέσα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και σε λίγο βγήκε μ’ ένα δίσκο γλυκά. Έστριψε στη γωνία του δρόμου και τράβηξε ίσια τον ανήφορο. Κάπου πήγαινε. Και ήξερε που πήγαινε. Είτε στο σπίτι του, είτε σε σπίτι φίλου.
Άλλος βγήκε από ένα ανθοπωλείο, φορτωμένος μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Φώναξε ένα αμάξι που περνούσε, μπήκε μέσα, ακούμπησε με προσοχή τα λουλούδια του κι έδωκε μια διεύθυνση στον αμαξά. Ήξερε κι αυτός που πήγαινε.
Ένας κύριος, με μια κυρία και δυο παιδάκια περίμεναν στη γωνιά του πεζοδρομίου να περάσει το αυτοκίνητο λεωφορείο. Όταν πέρασε, το σταμάτησαν και μπήκαν μέσα. Χωρίς άλλο, το λεωφορείο θα πήγαινε κατά τη γειτονιά τους και θα τους έβγαζε κοντά στο σπίτι τους, όπου τους περίμενε, ύστερ’ από τον περίπατο που έκαναν, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ο κύριος, καθώς έμπαινε, κοίταξε το ρολόγι του για να βεβαιωθεί πως δε θ’ αργήσουν να φτάσουν.
.
Ένας ζητιάνος, που καθόταν στα μαρμαρένια σκαλοπάτια ενός μεγάλου σπιτιού, σηκώθηκε έξαφνα, και τράβηξε κουτσαίνοντας τον κατήφορο. Είχε στρώσει κι αυτός το δρομολόγιό του. Σε κάποια φτωχογειτονιά θα είχε ο φτωχός το σπιτάκι του και κάποιος θα τον περίμενε.
Ο ζητιάνος φαινόταν βιαστικός και ευχαριστημένος. Και με το δεκανίκι του περπατούσε πιο γρήγορα από γερός, γιατί ο άνθρωπος περπατεί περισσότερο με την ψυχή του, παρά με τα πόδια του.

Τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι, τα λεωφορεία, τα τραμ, ό, τι περνούσε απ’ το μεγάλο δρόμο, το μεσημέρι εκείνο της μεγάλης γιορτής, όλα ήξεραν πού να πάνε. Έστριβαν, γύριζαν, λοξοδρομούσαν, καθένα μ’ ένα σκοπό κάπου να φτάσει. Μια γάτα πήδηξε από το πεζούλι ενός τοίχου, πέρασε βιαστικά το δρόμο και χώθηκε στην πόρτα του αντικρινού σπιτιού. Ήξερε κι αυτή που πήγαινε.
-Εγώ πού να πάω; είπε από μέσα του ο γηραλέος.
Κανένας δε θα μπορούσε να τον πληροφορήσει που πάει και, λιγότερο απ’ όλους, ο εαυτός του.
Ωστόσο, τραβώντας το δρόμο του, βγήκε σε μια εξοχική λεωφόρο. Και, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, εξακολούθησε να περπατεί, να πηγαίνει, όπου τον έσερναν τα πόδια του.
Καθώς πήγαινε, είδε ένα σκύλο να τρέχει. Ο σκύλος, με την ουρά κάτω από τα σκέλια του, καθώς τραβούσε μπροστά, σταματούσε άξαφνα, κοίταζε δεξιά και αριστερά, σα να είχε χάσει το δρόμο του και σταματούσε πάλι, κοίταζε εδώ κι εκεί σα σαστισμένος.
-Χωρίς άλλο -είπε από μέσα το ο γηραλέος- και το δυστυχισμένο αυτό ζώο δεν ξέρει πού να πάει. Ή θα ‘χασε το σπίτι του ή δε θα είχε ποτέ σπίτι. Καλή ώρα σαν κι εμένα.
Η σκέψη πως είχε βρει ένα σύντροφο στην ερημιά του, του έκανε καλό. Μια στιγμή, που ο σκύλος -ένας μεγάλος σκύλος κανελής, που έφεγγαν τα πόδια του από την αδυναμία- γύρισε και τον κοίταξε, τον φώναξε με καλοσύνη.
-Έλα δω, Λέων, έλα δω…
Του είχε δώσει το όνομα ενός αγαπημένου σκυλιού από τον καιρό που είχε κι αυτός παιδιά και σκυλιά. Ο σκύλος άκουσε στο ξένο όνομα. Ζύγωσε κοντά του και άρχισε να του κουνάει την ουρά. Ο γηραλέος του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε:
-Έρημος εσύ, έρημος κι εγώ, πάμε να κάνομε μαζί Χριστούγεννα.
Ο σκύλος του κούνησε πάλι την ουρά του, σα να είχε καταλάβει τα λόγια του και σα να έλεγε:
-Πολύ ευχαρίστως, πολύ ευχαρίστως.
Και τον ακολούθησε.
Γύρισαν μαζί στην πόλη. Ο γηραλέος μπήκε σ’ ένα μαγέρικο, παράγγειλε να του βάλουν στο χαρτί δυο μερίδες ψητό, δυο μερίδες χριστόψωμο και δυο κουραμπιέδες. Πήρε τα ψώνια του και μαζί με τον σύντροφό του, που κουνούσε όλη την ώρα την ουρά του, πανηγυρίζοντας τη μεγάλη μέρα, τράβηξε στην έρημη καμαρούλα του. Κανείς δεν είδε πώς κάθισαν στο τραπέζι ο άνθρωπος και ο σκύλος. Μπορεί όμως να το καταλάβει πως κι οι δυο έρημοι γιόρτασαν, αυτή τη χρονιά, οικογενειακά Χριστούγεννα.
Πηγή:infokids.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου