Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Βροχή

 
Μαν. Αναγνωστάκης
     Άρχισε μια σιγανή βροχή… 

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο. Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα
—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.

…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Βροχή

Έχει λιγνά δυο δένδρα 
μικρό ένα περιβόλι· 
και κάμνει εκεί της εξοχής 
μια παρωδία το νερό - 
μπαίνοντας σε κλονάρια 
οπού δεν έχουν μυστικά· 
ποτίζοντας ταις ρίζαις 
που έχουν ασθενικό χυμό· 
τρέχοντας εις το φύλλωμα 
που με κλωσταίς δεμένο 
πεζό και μελαγχολικό 
κρεμνά στα παραθύρια· 
και πλένωντας καχεκτικά 
φυτά που μες σε γλάστραις 
τάστησ' αράδα, αράδα 
μια φρόνιμη νοικοκυρά. 

Βροχή, που τα μικρά παιδιά 
κυττάζουνε χαρούμενα 
μέσ' από κάμαρη ζεστή, 
κι' όσο πληθαίνει το νερό 
και πέφτει πιο μεγάλα 
χτυπούν τα χέρια και πηδούν. 
Βροχή, που ακούν οι γέροι 
με σκυθρωπήν υπομονή, 
με βαρεμό κι' ανία· 
γιατί εκείνοι από ένστικτον 
δεν αγαπούνε διόλου 
βρεμμένο χώμα και σκιαίς.

Βροχή, βροχή - εξακολουθεί
πάντα ραγδαία να βρέχη. 
Μα τώρα πια δεν βλέπω. 
Θόλωσ' απ' τα πολλά νερά 
του παραθύρου το υαλί. 
Στην επιφάνειά του 
τρέχουν, γλιστρούν, κι' απλώνονται 
κι' αναιβοκαταιβαίνουν 
ρανίδες σκορπισμέναις 
και κάθε μια λεκιάζει 
και κάθε μια θαμπώνει. 
Και μόλις πλέον φαίνεται 
θωλά, θωλά ο δρόμος 
και μες σε πάχνη νερουλή 
τα σπίτια και τ' αμάξια. 


Κική Δημουλά 
Τα πάθη της βροχής

«Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.»




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου